Σκηνοθεσία: Χουάν Σεμπαστιάν Μέσα
Σενάριο: Χουάν Σεμπαστιάν Μέσα
Παίζουν: Λόρα Γκουτιέρεζ Αρντίλα, Χουάν Ντάνιελ Ορτίζ Χερνάντεζ, Πόλα Άντρεα Κάνο
Παραγωγή: Κολομβία – Γαλλία, 2021
Διάρκεια: 1 ώρα 24 λεπτά
Ο Χόρχε είναι ένας νέος αγρότης που ζει στην κορυφή ενός βουνού. Όλοι οι συνομήλικοι του έχουν μεταναστεύσει στη μεγάλη πόλη, αλλά ο ίδιος έχει μείνει πίσω για να φροντίσει τη φυτεία καφέ που κληρονόμησε από τον πατέρα του, να φροντίσει τον παππού του και να αφοσιωθεί σε μια σχέση με την ξαδέλφη του, τη Ρόζα. Το πανηγύρι του χωριού πλησιάζει και περιμένει με αγωνία τη στιγμή να ξανασυναντηθεί με την Αντρέα, την πρώην του που δεν έχει ξεπεράσει παρά τον χρόνο και την απόσταση. Καθώς ο Χόρχε γίνεται όλο και πιο εμμονικός με αυτή την επανένωση, μια αρρώστια εξαπλώνεται σιωπηρά στη φυτεία. Καθώς κορυφώνονται οι εορτασμοί, ο Χόρχε, χαμένος στη μουσική και στις παραισθήσεις, καταλαβαίνει ότι όλα όσα τους ένωσαν έχουν εξαφανιστεί και –κυρίως– ότι η παραμονή στη γη του είναι μια πράξη αγάπης και αντίστασης.
Ανεξαρτήτως των τετριμμένων σκηνοθετικών πρακτικών που εντοπίζονται σε αρκετά σημεία, ανεξαρτήτως του πολυπαιγμένου φυσικού στοιχείου που έχει γίνει μια απαραίτητη καταφυγή των σημερινών δημιουργών, ανεξαρτήτως της τεράστιας «κοιλιάς» που γίνεται από τη μέση της ταινίας και προς το τέλος της, εδώ υπάρχει μια ευχέρεια στην γέννηση εικόνων που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Οργιώδεις κορυφογραμμές και επιθετικές φυσικές δυνάμεις χαρτογραφούνται παράλληλα με τη μοναχική ζωή του Χόρχε, ο οποίος κρατά την πίστη του στα χώματα του πατέρα του. Ζει σε απόλυτη αρμονία με τη φύση, χωρίς να λείπει και η ρήξη με αυτήν, όταν αναμνήσεις θεμελιωμένες στο φόβο επιστρέφουν με δύναμη.
Η ταινία χτίζει έναν συμπαγή κόσμο στην κορυφή του βουνού. Ο χώρος είναι απέραντος κατά πλάτος όχι όμως και καθ’ ύψος. Η αίσθηση της αιώρησης είναι παρούσα σε κάθε σημείο της ταινίας, είτε όταν οι ήρωες κρέμονται από το τελεφερίκ, είτε όταν διασχίζουν ένα μονοπάτι με ασαφή όρια. Ακόμα περισσότερο όταν η χρήση ουσιών επαναφέρει τον Χόρχε στη γη που δουλεύει καιρό, μετά από μεγάλο διάστημα αμφιταλάντευσης ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Μάλιστα, η μία είναι η ξαδέλφη του – κύλισμα στη βουκολική «παράδοση» της εσωστρεφούς κλειστής κοινωνίας. Όχι απαραίτητα πράος, μα περισσότερο παραδομένος στο φαντασιακό του, ο Χόρχε γίνεται το κέντρο μιας ρέουσας μηχανής, που καταφέρνει να ισορροπήσει τον περφεξιονισμό της εικόνας με τη ρεαλιστική διάθεση της πλοκής. Τοποθετημένος κατ’ ουσίαν στον άξονα των επιλογών του, ο κεντρικός ήρωας διαθέτει φίλτρα κατανόησης του κόσμου, ικανά να τον ισορροπούν και να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
Το εντυπωσιακό μονοπλάνο της εναρκτήριας σεκάνς χαρακτηρίζει υφολογικά την ταινία, καθώς τεχνικά επαναλαμβάνεται αρκετές φορές κατά τη διάρκειά της. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει δε να ρυθμίζει τα αντικείμενά του, δείχνοντας μαζί με την αίσθηση του κάδρου που είναι αναμφισβήτητη, μια ικανότητα να τα κινεί και να δημιουργεί εσωτερικό μοντάζ και ρυθμό, που αποτελούν μικρές αρθρώσεις μιας γενναίας δημιουργίας. Η αδυναμία της ταινίας έγκειται στην ασάφεια της ως προς τον καταλύτη των εξελίξεων. Από την άλλη πλευρά, ίσως και αυτό το στοιχείο να ανταποκρίνεται στις αβεβαιότητες της ζωής που την κάνουν ελκυστική, όπως και την ίδια την ταινία.
Η ταινία συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ανδρέας Άννινος