Η ταινία «Τα πουλιά» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ελαφρά βασισμένη στην ιστορία της Daphne du Maurier, αποτελεί ένα παράδειγμα κλασικότροπης αφήγησης στην οποία παρεισφρέουν στοιχεία ετερόκλητα, από όλο το φάσμα της σκέψης αλλά και της κινηματογραφικής τεχνικής. Οι 10 σεκάνς στις οποίες φαίνεται να είναι χωρισμένη η ταινία, συνιστούν ένα άρτια οργανωμένο υλικό στο οποίο το μοντάζ, ο ήχος, το καδράρισμα, η κίνηση της κάμερας, ο φωτισμός, η αφηγηματική τεχνική είναι στοιχεία επιμελώς μελετημένα.
H ένατη σεκάνς της ταινίας – αυτή του εστιατορίου – είναι ένα πραγματικό επίτευγμα. Σε επίπεδο κινηματογραφικό, κοινωνικό, ψυχολογικό είναι μία ταινία μέσα στην ταινία, με την έννοια ότι θα μπορούσε να υπάρξει αυτούσια, χωρίς πριν και μετά, χωρίς γεωγραφική τοποθέτηση. Μία δεξαμενή θεμάτων, στιλ, ερμηνειών για κάθε μελλοντικό σκηνοθέτη, ηθοποιό αλλά και τεχνικό του κινηματογράφου.
Με fondu enchainé η εικόνα ανοίγει με την πρωταγωνίστρια, θορυβημένη να τηλεφωνεί στον πλούσιο πατέρα της, ώστε να λύσει το πρόβλημα που έχει προκύψει με τις επιθέσεις των πουλιών. Η φανέρωση μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας δίνει τη θέση της στην εισαγωγή ενός μοναδικού χαρακτήρα. Της ηλικιωμένης ορνιθολόγου, η οποία θα παίξει τον ρόλο της επιστημονικής τεκμηρίωσης και της εκπροσώπου του ορθολογισμού. Πιο πριν, σε δεύτερο πλάνο έχουν εισαχθεί στο κάδρο η μητέρα με τα δύο παιδιά της, που με τη σειρά τους θα αντιπροσωπεύσουν την πλατειά μάζα του κόσμου, τους «νοικοκυραίους», τους «απλούς», φοβισμένους πολίτες. Μαζί με την ορνιθολόγο, χάρη στο βάθος πεδίου, εμφανίζεται ακόμα ένας τυπικός αντιπρόσωπος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας: ο θρησκόληπτος, επιρρεπής στη συνομωσιολογία ανθρωπάκος. Η Μέλανι είναι το κακομαθημένο, απροβλημάτιστο κορίτσι του μπαμπά που, όμως, εξαιτίας της εμπειρίας της προσπαθεί να κρούσει των κώδωνα του κινδύνου.
Την ανάλυση της ορνιθολόγου περί ομορφιάς των πουλιών και καταστροφής του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο διακόπτει η φωνή της σερβιτόρας (αντιπρόσωπος του εργατικού, τίμιου, αποβλακωμένου ανθρώπου), η οποία παραγγέλνει τρία τηγανητά κοτόπουλα! Είναι σαν ο Χίτσκοκ να καλεί την ορνιθολόγο να πάψει, αφού η καταστροφή του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο δεν αντέχει άλλες διατυπώσεις αλλά μόνο δραση. Αλλιώς, θα δράσει η ίδια η φύση. Από το βάθος ο μεθυσμένος (όχι τυχαίο), θρησκόληπτος θαμώνας φωνάζει ότι πρόκειται για το τέλος του κόσμου και παραθέτει εδάφια από τη Βίβλο. Δύο ακόμα χαρακτήρες εισάγονται, ο ψαράς και ο βαρύς, λακωνικός μεσήλικας, πιθανότατα ρεπουμπλικάνος (“πάρτε όπλα και εξαφανίστε τα πουλιά από τη γη”). Στο champ – contre champ της Μέλανι με την ορνιθολόγο αποκαλύπτεται η δυσπιστία του κόσμου απέναντι στους ισχυρισμούς της πρώτης, καθώς η ορνιθολόγος καδράρεται με αρκετούς ανθρώπους από πίσω της, ενώ η Μέλανι μόνη της. Στην συνέχεια προστίθεται ο θρησκόληπτος και ο μεσήλικας, που είναι οι μόνοι σύμμαχοί της.
Όσο εξελίσσεται η σκηνή, τα πλάνα μικραίνουν σε διάρκεια, η ένταση του διαλόγου ανεβαίνει, οι παύσεις μικραίνουν. Κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει πόλεμος, ο μεθυσμένος συνεχίζει το λάιτ μοτίφ, η μητέρα εκδηλώνει την ανησυχία της. Στους υπόλοιπους προστίθενται ο Μιτς και ο αστυνομικός, αντιπρόσωπος της αφέλειας, της δυσπιστίας και εν γένει της βλακείας. Η συζήτηση ανάμεσα στον Μιτς και τον ψαρά, η οποία παραπέμπει σε πολεμική ετοιμότητα ως αποτέλεσμα της ορολογίας, σκιαγραφεί την ψυχροπολεμική περίοδο.
Ο ήχος των κρωξιμάτων και το ρακόρ βλέμματος μας οδηγούν στην επόμενη επίθεση των πουλιών, οι οποίες αυξάνουν σε ένταση κατά την εξέλιξη της ταινίας. Το μοντάζ είναι ρυθμικό, δημιουργείται σασπένς, τα ρακόρ βλέμματος υπενθυμίζουν την αφηγηματική διάσταση της ταινίας, όμως εδώ ο ήχος έρχεται να αντιστρέψει το κλασικότροπο στοιχείο της σκηνής σε μια ακολουθία πλάνων που η κινηματογράφηση είναι εξωτερική. Παρακολουθούμε έξω από το εστιατόριο αυτούς που είναι μέσα να βλέπουν την εξέλιξη της επίθεσης και στη συνέχεια με δύο πλάνα που ενώνονται με ρακόρ στον άξονα, βλέπουμε τη βενζίνη να κυλάει. Από πολύ γενικό πηγαίνουμε σε λεπτομέρεια και μάλιστα από χαμηλή γωνία λήψης. Το αποτέλεσμα είναι μια εντατικοποίηση της κατάστασης, της αγωνίας.
Οι αντιδράσεις των θεατών της επικείμενης καταστροφής σε αντίστιξη με τον ήχο της βενζίνης που κυλάει δημιουργεί ένα champ – contre champ στο οποίο κυριαρχεί ο ρυθμός. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ο ήχος, ο οποίος αφ’ ενός με τον μη ρεαλισμό του (η βενζίνη που κυλάει αντηχεί τον παφλασμό κυμάτων, το κρώξιμο των πουλιών είναι εξωπραγματικό) και αφ’ ετέρου με την προοπτική του (διαφοροποίηση της έντασης του ήχου ανάλογα με την απόσταση εστίασης, αλλοίωση της έντασης του ήχου αναλόγως με το τι μεσολαβεί ανάμεσα στο φακό και το αντικείμενο). Έτσι, πίσω από το παράθυρο του καταστήματος είναι δύσκολο για τους πρωταγωνιστές να ειδοποιήσουν τον άνδρα με το πούρο, γεγονός που εντείνει την αγωνία, τη δραματική εκκρεμότητα.
Η στιγμή της έκρηξης αποδίδεται με επιταχυνόμενο μοντάζ, όπου τα πλάνα κατακερματίζονται. Εδώ ο Χίτσκοκ δεν αφηγείται, δημιουργεί μια αίσθηση, σχηματοποιεί τη διαδικασία της έκρηξης και επιβάλλει στο θεατή μία κατάσταση. Το κομμάτι της σεκάνς από τη στιγμή της εξωτερικής λήψης ως το πολύ γενικό πλάνο της πυρκαγιάς μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα στις επιρροές από τον Αϊζενστάιν και τον Βερτόφ.
Η νέα επίθεση των γλάρων δίνει έμφαση στα ρυθμικά σχήματα, η ηχητική προοπτική προσθέτει σημαντικά στοιχεία στο παραγόμενο αποτέλεσμα, ενώ τα οπτικά εφέ είναι πρωτότυπα και αληθοφανή για την εποχή εκείνη. Ο Μιτς (τον οποίο όλως περιέργως φαίνεται να μην ενοχλούν τα πουλιά) βοηθάει τη Μέλανι να απεγκλωβιστεί από τον τηλεφωνικό θάλαμο και μαζί επιστρέφουν στο εστιατόριο. Εκεί, σε μια σκηνή απ’ όπου ο Πολάνσκι άντλησε το έντονο, σατανικό βλέμμα προς την κάμερα, η επικεφαλής του χορού (ο ρυθμός, οι ερμηνείες και το στήσιμο των ηθοποιών παραπέμπουν σε αρχαιοελληνική τραγωδία) κοιτώντας ουσιαστικά προς την κάμερα (υποκειμενικό της Μέλανι), κατηγορεί την πρωταγωνίστρια ότι αυτή ευθύνεται για τη συμφορά: “[…] Είπαν ότι όλο αυτό ξεκίνησε όταν ήρθες εδώ! Ποιά είσαι; Τι είσαι; Από πού έρχεσαι; Νομίζω ότι είσαι η αιτία για όλο αυτό! Νομίζω ότι είσαι το κακό”! Οι κουβέντες αυτές απευθύνονται ουσιαστικά στο θεατή, και είναι ένα κάλεσμα για συνειδητοποίηση του κακού που έχει κάνει ο άνθρωπος στη φύση. Η εικόνα και ο λόγος συνθέτουν κάτι πολύ δυνατό, στέρεο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις κενολογίες της ορνιθολόγου.
Μέσα στο εστιατόριο οι πρωταγωνιστές του δράματος ξεδιπλώνουν την προσωπικότητά τους. Τα ετερόκλητα στοιχεία της κοινωνίας που συμμετέχουν στην τραγωδία αυτή, μέσω της διαφάνειας, των κλασικότροπων champ – contre champ και της ροής που υπάρχει στο διάλογο και στη χορογραφία, μοιάζουν να παίζουν ένα θέατρο δωματίου, όμως η καινοτομία, ο υπαινιγμός και εν τέλει η αντιστροφή των συνθηκών είναι στοιχεία που καθηλώνουν στη συγκεκριμένη σεκάνς και υπονομεύουν τη γραμμικότητα και την κλασικότητα στην αφήγηση. Οι άνθρωποι (όλοι οι άνθρωποι εφόσον υπάρχει ένας από κάθε χαρακτηριστική ομάδα του πληθυσμού) είναι κλεισμένοι στο κλουβί τους (κάτι που θα φανεί ακόμα πιο έντονα στην επόμενη και τελευταία σεκάνς) και τα πουλιά έξω ελεύθερα διορθώνουν το κακό που έχει γίνει.
Ανδρέας Άννινος