Σκηνοθεσία: Κρίστι Πούιου
Σενάριο: Κρίστι Πούιου, Ραζβάν Ραντουλέσκου
Παίζουν: Ιον Φισκουτεάνου, Λουμινίτα Γκεοργκίου
Παραγωγή: Ρουμανία, 2005
Διάρκεια: 2 ώρες 33 λεπτά
Ο σπουδαίος γλωσσολόγος και σημειολόγος Ρολάν Μπαρτ είχε γράψει ότι η τέχνη είτε είναι ηδονή, είτε δεν είναι τέχνη. Σύμφωνα με αυτόν τον αφαιρετικό ορισμό του Μπαρτ, δίνεται προτεραιότητα στην εμπειρία, μέσω της οποίας το υποκείμενο είτε φθάνει στην ηδονή μέσω του έργου τέχνης, είτε δεν φθάνει και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε για έργο τέχνης. Η παράμετρος της υποκειμενικότητας ενυπάρχει σε οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής, έτσι που τίποτα το απόλυτο δεν δηλώνει η άντληση ηδονής από την τέχνη. Εν προκειμένω, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς μια ταινία που ασχολείται με τις απάνθρωπες περιπέτειες που περνά ο κύριος Λαζαρέσου, με τις αρρωστημένες εκφάνσεις της εξουσίας που ακόμα και στα τελευταία ενός αδύναμου ανθρώπου δεν παύει να δείχνει τα δόντια της, πώς λοιπόν αυτή η ταινία καταφέρνει – ή δεν καταφέρνει – να είναι ένα έργο τέχνης;
Η ηθικολογία είναι πολύ κουραστική και ο Πούιου το γνωρίζει. Φαίνεται από το πώς χειρίζεται το σκηνοθετικό μέρος της ταινίας, το πλάσιμο των χαρακτήρων, τους διαλόγους, κάθε πτυχή του κινηματογραφικού γεγονότος. Η κάμερα δείχνει να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στους διαδρόμους και στα δωμάτια των νοσοκομείων: ο κύριος Λαζαρέσκου είναι το κέντρο της αφήγησης σε κάθε περίπτωση, όμως ο Πούιου δεν χάνει ευκαιρία να “σκιτσάρει” έναν-έναν τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους τραυματιοφορείς. Οι χαρακτήρες βρίσκονται μακριά από μανιχαϊστικά δίπολα, με αδυναμίες αλλά και ανθρωπιά, ενώ μέσα από τους διαλόγους αφήνονται χαραμάδες ελπίδας την επόμενη στιγμή από ασύλληπτες τραγωδίες.
Αν σκηνοθετικά η περίφημη ηδονή πηγάζει από το περίτεχνα δομημένο και χορογραφημένο πλάνο και την ευαίσθητη προσέγγιση του θέματος ή από την απόσταση του σκηνοθέτη από διδακτικές αερολογίες, υφολογικά φαίνεται να μην πηγάζει από πουθενά. Κάμερα στο χέρι, πολλές φορές με νευρική κίνηση, πλάνα κατά κανόνα υποφωτισμένα, φυσικές πηγές φωτός που ρίχνουν το – ίσως – αντικινηματογραφικό φως τους στο θέμα. Ντοκιμαντερίστικη διάθεση, με μισόλογα που δεν κόπηκαν στο μοντάζ, δευτερεύοντες ηθοποιοί που γυρνούν την πλάτη στον πρωταγωνιστή και τον κρύβουν. Ένα αρκετά επίπεδο αποτέλεσμα, λίγο-πολύ ρεαλιστικό, λιγοστά θελκτικό για τον σημερινό θεατή. Είναι προφανές ότι με αυτόν τον τρόπο δίνεται βαρύτητα στην κατάσταση και όχι στο υποκείμενο του δράματος.
Όσο η εικόνα του κυρίου Λαζαρέσκου χειροτερεύει, τόσο η προσοχή του θεατή στρέφεται στο γεγονός της ασθένειας και στην αντιμετώπισή του από τους ειδικούς. Αρχικά, ο γιατρός που τον υποδέχεται στο πρώτο από τα τέσσερα νοσοκομεία, θα φανεί προσβλητικός και υπερόπτης, μαλώνοντάς τον για τις συνήθειές του. Στα υπόλοιπα τρία νοσοκομεία, οι γιατροί εναλλάσσουν μία συγκαταβατική κατανόηση με αποποίηση ευθυνών και ουδετερότητα Πόντιου Πιλάτου. Έχει σημασία να εντοπίσουμε το παράλογο της περιπλάνησης ενός βαριά ασθενούς στα νοσοκομεία μιας πόλης, και μεγαλύτερη ακόμα να ψάξουμε τα αίτια. Η περιπέτεια του κυρίου Λαζαρέσκου θυμίζει τις μπουνιουελικές ατελείωτες περιπέτειες των μπουρζουάδων, μόνο που εδώ πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Γι’ αυτό και ο ελληνικός τίτλος, Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου ίσως θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον τίτλο, Ο Γολγοθάς του κυρίου Λαζαρέσκου. Στο τέλος υπάρχει η σταύρωση και όχι η πατρίδα.
Απαντώντας στα αρχικό ερώτημα: Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου είναι ένα έργο τέχνης, υπό την έννοια της αρμονίας των επιμέρους στοιχείων, των στιγμών ερεθιστικής κομψότητας, της συνολικής απόδοσης της σύλληψης του σκηνοθέτη. Αυτά τα στοιχεία προκαλούν την ηδονή, την τόσο θεμιτή παράμετρο που έθιξε ο Ρολάν Μπαρτ.
Ανδρέας Άννινος