Το 2009 η Walt Disney Pictures αναλαμβάνει την παραγωγή της ταινίας John Carter. Πρόκειται για ένα τυπικό sci-fi φιλμ του Άντριου Στάντον – ανάμεσα στα υπόλοιπα κατόχου δύο βραβείων Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων για το Finding Nemo και το WALL-E, συνσεναριογράφου των τεσσάρων Toy Story αλλά και του Monsters, Inc – βασισμένο στο πρώτο βιβλίο της σειράς μυθιστορημάτων «Barsoom» του Edgar Rice Burroughs. Η σειρά αυτή διηγείται τις περιπέτειες του John Carter στον πλανήτη Άρη, ενώ το πρώτο βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία John Carter, με τίτλο «A Princess of Mars» (1912) αποτυπώνει τις προσπάθειές του να βάλει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο που ταλανίζει τα διάφορα βασίλεια του Barsoom. Πρόκειται για την πρώτη live action απόπειρα του Άντριου Στάντον.
100 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου, τον Μάρτιο του 2012, η Disney βγάζει στους κινηματογράφους το John Carter, ένα project το οποίο μελετούσε πολλά χρόνια, όμως πραγματοποιήθηκε αρκετά καθυστερημένα, σε αντίθεση με άλλα έργα του Burroughs, όπως ο Ταρζάν που πήρε πολύ χώρο στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Πρωταγωνιστές είναι ο Taylor Kitsch και η Lynn Collins, ενώ στο καστ συναντάμε και τους Ciarán Hinds, Dominic West, Samantha Morton και Willem Dafoe. Οι κριτικοί δεν το λάτρεψαν, παρ’ όλα αυτά δεν το μίσησαν, όμως οι προσδοκίες ήταν τεράστιες, αφού ο Στάντον ονειρευόταν από τα παιδικά του χρόνια να δει το «A Princess of Mars» στη μεγάλη οθόνη, και η Disney προγραμμάτισε επετειακά την έξοδο του στους κινηματογράφους. Μάλιστα, το John Carter θα ήταν το πρώτο μέρος της τριλογίας που υπολόγιζε να κάνει ο Στάντον: τα άλλα δύο μέρη θα ήταν το Gods of Mars και το Warlord of Mars.
Μιλώντας τη γλώσσα του εμπορίου – τη μόνη γλώσσα που μιλάνε τέτοιες εταιρίες – η Disney με τούτη την ταινία απέτυχε παταγωδώς. Η παραγωγή της κόστισε 263 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το συνολικό της κόστος εκτοξεύτηκε στα 350. Η ζημία υπολογίζεται κάπου ανάμεσα στα 130 με 200 εκατομμύρια δολάρια. Οι αριθμοί αυτοί, αν είναι αληθινοί, δείχνουν το μέγεθος της ξιπασιάς και της υποκρισίας που επικρατεί στους κόλπους του Χόλυγουντ κυρίως, αλλά και εν γένει στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, όμως θεωρούμε ότι θα έπρεπε να μπει ένα φρένο στα ποσά που δαπανώνται για την παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να χρηματοδοτούνται περισσότερα project, με μία επιμέλεια και στην ποιότητα του εγχειρήματος. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η λογική με την οποία λειτούργησε η Disney στην προκειμένη περίπτωση: αφού το Star Wars έχει τεράστια επιτυχία, ένα παρόμοιας αισθητικής εγχείρημα δεν θα ήταν αδόκιμο. Δηλαδή, καμία διεύρυνση των οριζόντων, καμία προσπάθεια για κάτι πρωτότυπο, ούτε σκέψη για ριζική αλλαγή ταυτότητας. Παπαγαλία του παρελθόντος, στεγνή απομίμηση με μικροαλλαγές για τους καχύποπτους.
Είναι σαφές ότι ακόμα και αυτές οι τεράστιες αποτυχίες, που σε οποιαδήποτε πραγματικότητα με κάποιο νόημα θα οδηγούσαν την εν λόγω εταιρία στα έγκατα της χρεοκοπίας, στην πραγματικότητα που βιώνουμε έγιναν αιτία – λένε αναλυτές – για αναστοχασμό. Και οδήγησαν τη Disney το 2013 στη δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική αποτυχία, το The Lone Ranger!Τουλάχιστον δεν ξεπέρασε το John Carter. Σε τι έγκειται ο προαναφερθείς αναστοχασμός; Σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, η Disney στράφηκε πλέον σε σίγουρες λύσεις, εξαγοράζοντας τη Lucasfilm. Έχοντας εξαγοράσει ήδη την Marvel από το 2009, η Disney ποντάρει πλέον στα σίγουρα, λανσάροντας ξανά και ξανά τίτλους και χαρακτήρες από το επιτυχημένο παρελθόν της (βλέπε και Avatar: The Way of Water ), ξεχνώντας τις αναζητήσεις σε μυθολογίες της επιστημονικής φαντασίας. Αν, δηλαδή, η εμμονή με αφηγήσεις και αισθητική που λειτουργούν ως υπενθύμιση παλαιότερης επιτυχίας είναι ένα βήμα πίσω, τότε η καθαυτή επανάληψη της επιτυχίας με περιτύλιγμα τη νεότερη τεχνολογία πόσα βήματα πίσω είναι;
Επιστρέφοντας στο John Carter, που πλέον μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε και ως σημείο καμπής στην ιστορία των blockbusters, τα αίτια της αποτυχίας του αποδίδονται στο κάκιστο marketing. Η επιλογή να παραλειφθούν από τον τίτλο οι λέξεις «Princess» και «Mars» με στόχο το νεανικό κοινό να μη νιώσει δέος, προωθώντας ταυτοχρόνως έναν μη σημαίνοντα τίτλο, οδήγησε στην απώλεια πληροφόρησης σχετικά με το περιεχόμενο της ταινίας, ενώ και το προωθητικό υλικό (τρέιλερ, διαφημίσεις) μπήκε στο στόχαστρο ως ουδέτερο. Η τραγική ειρωνεία δε είναι ότι η εικονοποιία θεωρήθηκε ψευδεπίγραφη και βασισμένη σε ταινίες όπως το Star Wars και το Avatar, ενώ και αυτές εμπνέονται από τη σειρά Barsoom.
(Πηγή κεντρικής εικόνας: The Hollywood Reporter)