Σκηνοθεσία: Ναταλί Αλβάρεζ Μεσέν

Σενάριο: Μαρία Καμίλα Άριας, Ναταλί Αλβάρεζ Μεσέν

Παίζουν: Ντάνιελ Καστανέντα Ρίνκον, Άνα Χούλια Πόρας Εσπινόζα, Φλορ Μαρία Βάργκας Τσάβεζ, Γουέντι Τσιντσίλα Αράγια

Παραγωγή: Σουηδία – Κόστα Ρίκα – Βέλγιο – Γερμανία, 2021

Διάρκεια: 1 ώρα 46 λεπτά

Η Κλάρα, μια σαραντάχρονη γυναίκα που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διατηρεί μια διαισθητική σχέση με τη φύση, υποτίθεται πως έχει μια ιδιαίτερη επαφή με τον Θεό. Ως «θεραπεύτρια» συντηρεί μια οικογένεια, αλλά και ένα χωριό που χρειάζεται ελπίδα. Η σεξουαλικότητα της Κλάρα, την οποία ανέκαθεν καταπίεζε η μητέρα της, ξυπνά από την έλξη που νιώθει για το νέο αγόρι της ανιψιάς της. Αυτή η νέα δύναμη που έχει ξυπνήσει μέσα της οδηγεί την Κλάρα σε αχαρτογράφητα νερά, επιτρέποντάς της να ξεπεράσει τόσο τα φυσικά όσο και τα μυστικιστικά όρια. Ενδυναμωμένη από την πορεία αυτογνωσίας, η Κλάρα απελευθερώνεται σταδιακά από τον ρόλο της ως «αγίας», κάτι που της επιτρέπει επιτέλους να θεραπευτεί…

Τα θαύματα της Κλάρα πηγάζουν από την ταύτισή της με την Παρθένο Μαρία, ως εκ τούτου η μητέρα της φροντίζει να την “προφυλάσσει” από τα ένστικτά της. Δεν γίνεται το ίδιο με την ανιψιά της Κλάρα, που είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα περιορισμού της θείας της, και που της επιτρέπεται να διατηρεί – ίσως μάλιστα και πρώιμες – σεξουαλικές σχέσεις. Η Κλάρα επικοινωνεί υπερφυσικά με το αγαπημένο της άλογο, τη Γιούκα, που είναι ή μόνη ύπαρξη με την οποία συνδέεται ουσιαστικά και την απελευθερώνει. Το περιβάλλον της είναι τοξικό και δρα μόνο ως συρρικνωτής ελευθεριών. Όσο η Κλάρα καταφεύγει στα ένστικτά της, τόσο οι μωβ κορδέλες, που για εκείνη αποτελούν σύνορα, έρχονται πιο κοντά στο σπίτι, περιορίζοντάς την ακόμα περισσότερο.

Οι σκηνοθετικές εξάρσεις είναι ελάχιστες, η φωτογραφία της ταινίας χαρακτηρίζεται από ένα «θείο φως» που δρα παράλληλα με την υπόθεση και την τονίζει. Οι διάλογοι καταφεύγουν σε έναν κραυγαλέο πρωτογονισμό και δεν είναι βαθιά δομημένοι, η κατάληξη του δράματος είναι προβλέψιμη. Η σκηνοθέτις φαίνεται να χτίζει κάτι, μόνο και μόνο για να το γκρεμίσει με μονομερείς παρατηρήσεις, στείρα κριτική και υπεραπλουστευτική ματιά. Η ταινία μοιάζει να έχει φτιαχτεί από κάποιον οργισμένο έφηβο με απουσία ερεθισμάτων, που η ανάγκη για εκτόνωση και βαρύγδουπες δηλώσεις υπερβαίνει οποιοδήποτε αισθητικό όραμα. Ακόμα και έτσι, ο λόγος που αρθρώνεται είναι χλιαρός και εν μέρει κουραστικός, ενώ το σκηνοθετικό σχέδιο δεν διακρίνεται από καθαρότητα.

Οι κινηματογραφικοί ορίζοντες του Απιτσατπόνγκ Βερεσεθάκουλ, του Μιγκέλ Γκόμεζ, του Πέδρο Κόστα έχουν προσεγγιστεί από πολλούς δημιουργούς και «Η Κλάρα μόνη» είναι μια ακόμα προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση. Πρόκειται σίγουρα για μια κακόηχη εκδοχή, ιδιαιτέρως αν αναλογιστεί κανείς τις άγαρμπες σκηνές ερωτικής παραφροσύνης ή την άρρυθμη κλιμάκωση που επιχειρείται στο κλείσιμο της ταινίας. Ακόμα χειρότερη βέβαια είναι η φιλοκατήγορη απλούστευση που δυστυχώς αποτελεί την σύνοψη της πλοκής. Αυτό που σίγουρα λείπει είναι μια διαλεκτική αντιμετώπιση ενός κρίσιμου θέματος: η φύση και η θρησκεία στη σύγχρονη κοινωνία μέσα από την καταπίεση που ασκούν άνθρωποι και θεσμοί.

Η ταινία συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment