Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1912 και πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μοντέρ, ζωγράφος και συγγραφέας. Πολυβραβευμένος, είναι ένας από τους τρείς σκηνοθέτες που έχoυν λάβει Χρυσό Φοίνικα, Χρυσή Άρκτο και Χρυσό Λιοντάρι, ενώ είναι ο μόνος που έχει βραβευτεί και με Χρυσή Λεοπάρδαλη (Στο Λοκάρνο για την Κραυγή το 1957). Πολύ καλός βιολιστής, παράτησε τη μουσική για τον κινηματογράφο, ενώ η ζωγραφική τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Το 1940 ο Αντονιόνι εγκαθίσταται στη Ρώμη και γράφει για το περιοδικό Cinema, φασιστική έκδοση του Βιττόριο Μουσολίνι, γιού του Μπενίτο Μουσολόνι. Λίγο αργότερα απολύεται και εγγράφεται στο περίφημο Centro Sperimentale di Cinematografia απ’ όπου επίσης φεύγει μετά από τρεις μήνες. Τελικά κατατάσσεται στο στρατό και στο τέλος του πολέμου γλιτώνει την εκτέλεση ως μέλος της αντίστασης.

Ο Αντονιόνι ξεκίνησε με ταινίες όπου το σενάριο παίζει καθοριστικό ρόλο και ακολουθούν τις κλασικές τεχνικές του αφηγηματικού κινηματογράφου. Το Χρονικό ενός Έρωτα, Η Κυρία Χωρίς Καμέλιες, Οι Νικημένοι και το μέρος που σκηνοθέτησε στο L’amore in città φανερώνουν έναν σκηνοθέτη με βαθιές ανησυχίες στη φόρμα, αλλά και με προσοχή στην αφηγηματική δομή του σεναρίου. Έντονα επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό και με κάποια ψήγματα μοντερνισμού, ο Αντονιόνι συνδυάζει τις επιρροές του με την οπτική του στον κινηματογράφο και τα πράγματα. Πλαν σεκάνς, σκηνοθεσία σε βάθος πεδίου και στιβαρά κάδρα στα οποία αναδεικνύεται η αγάπη του Αντονιόνι για την αρχιτεκτονική είναι στοιχεία που ανιχνεύονται και στις μετέπειτα δημιουργίες του. Ο ισχυρός κοινωνικός προβληματισμός αποδεσμεύεται από χαρακτήρες χαμένους, μπερδεμένους, αναποφάσιστούς.

Στις Φίλες τού 1955 ο Αντονιόνι παρουσιάζει πολλά απ’ τα κατοπινά θεματικά μοτίβα του, με κύριο αυτό της αλλοτρίωσης. Η αστική συνήθεια της απόδρασης στην εξοχή γίνεται αφορμή για να ξεσπάσουν προβλήματα, έχθρες και κακίες, ενώ γίνεται σαφής η αποξένωση της πρωταγωνίστριας από το περιβάλλον της. Οι ήρωες δηλώνουν τον ψυχικό τους κάματο και η ανάγκη τους για επικοινωνία είναι αδύνατο να ευοδωθεί. Μετά από τη μεταβατική αυτή ταινία ακολουθεί η Κραυγή, μια εκπληκτική δημιουργία, με έντονα κοινωνικά στοιχεία. Εδώ, ο ήρωας είναι ένα αντικείμενο της Ιστορίας, καθώς στη μέση του δρόμου, σε ένα βενζινάδικο, διαδραματίζεται μια ζωή που του έτυχε και καθόλου δεν την επιδίωξε. Η κινηματογραφική γλώσσα του Αντονιόνι έχει αρχίσει να βγάζει βαθιές ρίζες καθώς στην Κραυγή αναπτύσσει τη θεματική που πάντα τον ενδιέφερε συνδυασμένη με μια σκηνοθετική αντίληψη προσανατολισμένη στο βάθος πεδίου, στα μεγάλα πλαν σεκάνς, στη γεωμετρική σύνθεση των κάδρων του.

Η Περιπέτεια, Η Νύχτα, Η Έκλειψη. Η τριλογία της αλλοτρίωσης. Η αλλοτρίωση του ενός ανθρώπου από τον άλλον, αλλά και από τον εαυτό του. Η αλλοτρίωση από το περιβάλλον του. Ο άνθρωπος όπως όταν πρωτοπερπάτησε στον κόσμο. Μόνος του, ίσως όχι έρμαιο της φύσης, όμως έρμαιο της έλλειψης επικοινωνίας και του μοντέρνου κόσμου. Αρχιτεκτονικοί όγκοι ρίχνουν τις σκιές τους σε ανθρώπους – σκιές, οι ανθρώπινες φιγούρες πολύ συχνά κομμένες, καδράρονται σαν ο ουρανός να πέφτει πάνω τους. Οι πλοκές προσχηματικές, οι διάλογοι στοιχειώδεις όμως ακριβείς και ουσιαστικοί. Ο μοντερνισμός του Αντονιόνι έγκειται στην εναλλαγή εικόνων που άλλοτε ξεχειλίζουν και άλλοτε μένουν ανολοκλήρωτες. Η σύλληψη ενός “υψηλού” αιχμαλωτίζεται σε έναν μελαγχολικό ίλιγγο, καθώς τα εκφραστικά μέσα του κινηματογράφου λειτουργούν ως τέτοια και χάνουν οποιαδήποτε περαιτέρω σημασία. Ανέφικτες γωνίες λήψεις αδυνατούν να ενώσουν τα θραύσματα του χρόνου που είναι οι σκηνές του Αντονιόνι, όμως αυτή είναι η γοητεία που πλημμυρίζει την τριλογία του. Το κάδρο αδειάζει και αυτό που μένει μοιάζει με ένα τοπίο συναισθημάτων κάποιες φορές πλήρες και κάποιες άλλες κενό. Συναντήσεις ζευγαριών στην ύπαιθρο ή στα προάστια, κομμένα μέλη και λεπτομέρειες αντικειμένων, σιωπές. Ο χειρισμός του μέσου στα ακροδάχτυλα του ταχυδακτυλουργού Αντονιόνι, που μόνο εκείνος θα μπορούσε να δημιουργήσει μια σεκάνς όπως η τελευταία της Έκλειψης. Μια σεκάνς που ο ρυθμός, η αφάιρεση, η συγκοπή, οι τονισμοί, παραπέμπουν στη μουσική, ίσως σε κάποια σύνθεση του Στραβίνσκι.

Η αρχιτεκτονική στον Αντονιόνι δεν είναι μια παράθεση, μια ανούσια τοποθέτηση στο σώμα της ταινίας, μα μια αρχή, ένας ηθικός κανόνας. Ο εσωτερικός χώρος, και κυρίως η κατοικία, στον Αντονιόνι παρουσιάζεται ως η αιτία της κρίσης. Η κρίση του κατοικείν λοιπόν. Αυτή οδηγεί στην περιπλάνηση των ηρώων, στην μέχρι τέλους περιπλάνηση. Έτσι, στην Κόκκινη Έρημο, που σηματοδοτεί το τέλος της ασπρόμαυρης περιόδου του, η αίσθηση παράδοσης, παραίτησης, εγκατάλειψης κάθε ονείρου και προσδοκίας πηγάζει από την μετουσίωση της κατοικίας σε κάτι ξένο, ανοίκειο. Οι επιφάνειες και οι χώροι έχουν φυλακίσει τον άνθρωπο, ενώ τα βιομηχανικά απόβλητα γίνονται η ταφόπλακα της ανθρώπινης επικοινωνίας: “Υπάρχει κάτι τρομερό μέσα στην πραγματικότητα και δεν ξέρω τι είναι. Κανείς δε μου λέει”. Η σπαρακτική Μόνικα Βίττι ισορροπεί ανάμεσα στον αισθησιασμό και τις λαίμαργες υψικαμίνους, σύμβολο και τοτέμ του κυνισμού των γύρω.

Τα τρία πρόσωπα είναι μια ταινία ελάσσονος σημασίας, στην οποία ο Αντονιόνι έχει σκηνοθετήσει ένα από τα τρία μέρη (τα άλλα δύο οι Mauro Bolognini και Franco Indovina) και πράγματι είναι πολύ μεγάλη η διαφορά στον σκηνοθετικό χειρισμό καθώς ακόμα και εδώ μπορούν να ανιχνευθούν τολμηρά κοψίματα με μεγάλο ενδιαφέρον, παιχνίδι με τις αντανακλάσεις των αρχιτεκτονικών επιφανειών και προσεκτικός χρωματικός σχεδιασμός. Τα δύο μέρη που ακολουθούν είναι πραγματικά σαν ερασιτεχνική δουλειά και ειδικά εν συγκρίσει με το πρώτο.

Ο Αντονιόνι θα γυρίσει την επόμενη ταινία του στην Αγγλία σε μία παραγωγή στην οποία συμμετέχει και η MGM (θα βρίσκεται στην παραγωγή στο Zabriskie Point και στο Επάγγελμα: Ρεπόρτερ). Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στη σύντομη ιστορία του Χούλιο Κορτάσαρ Blow – Up. Τα ίχνη, τα θραύσματα, οι ψηφίδες της πραγματικότητας αυτό είναι το θέμα του Blow-Up. Ευρηματικό και πρωτότυπο, μια σαφής υποδήλωση για τη δύναμη της φαντασίας και της δημιουργίας εν γένει, το Blow-Up αναιρεί σε κάθε καρέ το προηγούμενο καρέ. Έξω από τη θεώρηση της ταινίας ως ένα αρμονικό σύνολο, ο Αντονιόνι μπορεί να δημιουργεί αυτοτελείς σκηνές εκπληκτικής δύναμης και στοχασμού. Μια συρραφή από μικρότερες ταινίες μέσα σε μια μεγάλη από όλες τις απόψεις ταινία.

Το Zabriskie Point αποπνέει τον ενθουσιασμό και τη ζωτικότητα των νέων στο χαμηλότερο σημείο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Καλιφόρνια, όπου ο αμερικανικός τρόπος ζωής είναι μονόδρομος και ταυτόχρονα αδιέξοδο, με τις αμμώδεις επιφάνειές της και την διαρκή περιπλάνηση γίνεται πεδίο μάχης. Η ταξική πάλη παίρνει μια άλλη διάσταση την ώρα που στο Βιετνάμ οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν μια άνευ προηγουμένου ήττα. Και πρέπει να τη βιώσουν είναι σαν να λέει ο Αντονιόνι όχι ως τιμωρία αλλά ως βάλσαμο. Το βάλσαμο που δεν είναι άλλο από τα κομματιασμένα αντικείμενα της τελικής έκρηξης. Της μοναδικής έκρηξης στην ιστορία του κινηματογράφου, καμία άλλη δεν μπορεί να σταθεί δίπλα σε αυτή. “Να τι ζητώ γενικά από το σινεμά: Έναν κορεσμό από θαυμάσια σημεία που λούζονται  στο φως της έλλειψης νοήματος”. Λόγια του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα που άψογα εφαρμόζονται σε κάθε καρέ του Αντονιόνι.

Το 1972 μετά από πρόσκληση του Τσου Εν Λάι, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι ταξιδεύει στην Κίνα για να σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ Chung Kuo – Cina. Εδώ η κάμερα καταγράφει πτυχές της ζωής των κινέζων και ο Αντονιόνι προσπαθεί να ερμηνεύσει τις αντιφάσεις στην κουλτούρα των κινέζων, ενός λαού πολύ διαφορετικού από τους υπόλοιπους, τουλάχιστον τότε. Ίσως ο Αντονιόνι θέλει να συνοψίσει την οπτική του απέναντι στην Κίνα, με την τελευταία μεγάλη σεκάνς στο θέατρο, όπου λαμβάνει χώρα μια επίδειξη ιδιαιτέρως περίπλοκων ακροβατικών: εξωτισμός, όμως ένας εξωτισμός που γεννά το θαυμασμό και την ανάγκη για ανακάλυψη και ερμηνεία των μυστικών ενός σοφού λαού.

Το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ έρχεται το 1975 με τον Τζακ Νίκολσον να είναι αντιμέτωπος με την ατομικότητά του, με την έλλειψη ταυτότητας και με τη σαρκοβόρα διάθεση της κοινωνίας. Συνθλίβεται, όπως ο ίδιος συνθλίβει ένα έντομο στο λευκό τοίχο, μόνο που μαζί με το έντομο πέφτει και ένας σοβάς. Ενώ εκείνος εκτελείται στα βουβά, στα τυφλά, χωρίς κανέναν αντίκτυπο. Όπως εκείνοι στις εικόνες από τα επίκαιρα που παρεισφρέουν στο σώμα της ταινίας: κάπου στο χώρο και το χρόνο της Ιστορίας, ίσως άνθρωποι, ίσως σκιές.

Στο Μυστήριο του Όμπερβαλντ ο Μικελάντζελο Αντονιόνι με τον Τονίνο Γκουέρα βασίζονται σε ένα θεατρικό του Ζαν Κοκτώ με τίτλο L’aquila a due teste. Η μεταφορά έχει έντονα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ο Αντονιόνι με αλλαγή φίλτρων κατά τη διάρκεια των πλάνων αλλά και με την ιδιαίτερη χρωματική επεξεργασία της ταινίας επιχειρεί να εισάγει και την κινηματογραφική έκφραση, όμως η αλήθεια είναι ότι η θεατρικότητα της ταινίας υπερκαλύπτει κάθε άλλο μέσο. Το Identificazione di una donna είναι η τελευταία μεγάλη ταινία του Αντονιόνι. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, η κάμερα άλλοτε απελευθερώνεται δίνοντας εντυπώσεις και αισθήσεις και άλλοτε μένει αυστηρά σταθερή. Η ζωγραφική βρίσκεται παντού μέσα στην ταινία, ενώ υπάρχει μια εκπληκτική σεκάνς, όπου σε ένα ομιχλώδες τοπίο, η αίσθηση της τυφλότητας και του χασίματος είναι τόσο ζωντανή που προκαλεί ίλιγγο.

Ο Αντονιόνι σκηνοθέτησε επίσης το Πέρα από τα σύννεφα μαζί με τον Βιμ Βέντερς και ένα μέρος από το Eros (τα άλλα δύο οι Στίβεν Σόντερμπεργκ και Γουόνγκ Καρ Γουάι). Υπήρξε ένας μοντέρνος στοχαστής της σχέσης του ανθρώπου με το χώρο. Ένας εραστής της κινηματογραφικής έκφρασης, που έγινε δεύτερή του φύση. Αυτό που απομόνωνε η αισθητική του ήταν ένα θραύσμα, μια έμμονη φόρμα που την έκανε έμβλημα. Το φως καθοδηγητικό, θεμελιώδες ακόμα και στις μικρότερης σημασίας ταινίες του. Το λυκόφως είναι ο χαρακτηριστικός τόνος καθώς Η Περιπέτεια και Η Νύχτα τελειώνουν στο λυκόφως της αυγής ενώ Η Έκλειψη και το Επάγγελμα: Ρεπόρτερ σβήνουν στο λυκόφως του δειλινού.

Πραγματικός απελευθερωτής του κινηματογραφικού βλέμματος, τα μονοπλάνα του είχαν τόσο μεγάλη διάρκεια, γεγονός για το οποίο δέχτηκε επικρίσεις. Άδικα! φωνάζουμε όλοι όσοι μαγευτήκαμε από τη δύναμη των συνθέσεών του, την στοχαστική παλινδρόμηση και τη γοητευτική προσωπικότητα αυτού του σπουδαίου υπαρξιστή.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment