Σκηνοθεσία: Ράντου Ζούντε
Σενάριο: Ράντου Ζούντε
Παίζουν: Κάτια Πασκαρίου, Κλαούντια Γερέμια, Ολύμπια Μαλάι
Παραγωγή: Ρουμανία – Λουξεμβούργο – Τσεχία – Κροατία – Ελβετία – Ηνωμένο Βασίλειο, 2021
Διάρκεια: 1 ώρα 46 λεπτά
«Καθώς η Ρουμανία τερμάτιζε τη συμμαχία της με τη ναζιστική Γερμανία για να περάσει στο στρατόπεδο των Συμμάχων στις 23 Αυγούστου 1944, μια εφημερίδα ετοίμασε δύο φύλλα. Ο τίτλος του ενός ήταν, «Ζήτω ο Στάλιν», ενώ του άλλου, «Ζήτω ο Χίτλερ».
Η διαρροή των προσωπικών στιγμών της Έμι, καθηγήτριας Ιστορίας σε υψηλού κύρους ιδιωτικό σχολείο του Βουκουρεστίου, προκαλεί αναστάτωση στους γονείς και αγωνία για το μέλλον της στην ίδια. Συνειδητοποιημένη και σίγουρη για την αθωότητά της, ξεκαθαρίζει τη θέση της μπροστά στους κατήγορούς της, ενώ στο μεταξύ η ταινία μιλά επί παντός επιστητού. Σύγχρονη, καυστικά σατιρική, εύστροφα κινηματογραφική και τελικά αληθινή. Όπως επισημαίνεται και στην ταινία, η ανθρώπινη ζωή πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τραγωδία και κωμωδία ταυτόχρονα. Η σάτιρα σε συνδυασμό με το τραγικό αδιέξοδο της πρωταγωνίστριας βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Όλα αυτά εν μέσω πανδημίας. Το Παλαβό πορνό δεν τοποθετείται εκτός επικαιρότητας. Όχι. Η «κανονικότητα» είναι ακόμα πολύ μακριά στον φιλμικό χρόνο της ταινίας. Η κοινωνική αποστασιοποίηση σε συνδυασμό με τον φετιχισμό της μάσκας και τον συνεχή έλεγχο από τον καχύποπτο πλησίον αποτελούν το σκηνικό. Πολλές φορές, ο Ζούντε τοποθετεί σε πρώτο πλάνο αυτή τη νέα κουλτούρα της προφύλαξης, όπως και τα φλέγοντα ζητήματα της πολιτικής ορθότητας, της cancel culture, του καθημερινού ρατσισμού. Η σάτιρά του αγγίζει όλες τις πτυχές των νέων συστατικών στοιχείων της πραγματικότητας, πάντα υπό το πρίσμα της μετανεωτερικής εξέλιξης των πραγμάτων. Η Έμι, εντελώς αλλοτριωμένη από το περιβάλλον της, περπατά στο – χτυπημένο από την κρίση – Βουκουρέστι, καταναλώνοντας μεγάλη ποσότητα κινηματογραφικού χρόνου, όταν χτυπά το κινητό της. Καθώς δυσκολεύεται να μιλήσει εξαιτίας της σειρήνας ενός ασθενοφόρου, καταφεύγει στην πλησιέστερη πόρτα. Την ανοίγει, μπαίνει σε ένα ήσυχο καζίνο με «φρουτάκια».
Ο Ρούντε χρησιμοποιεί σαρκασμό ακόμα και στην κίνηση της κάμεράς του. Στα μεγάλα περιγραφικά μονοπλάνα του Βουκουρεστίου, όταν ακολουθεί την Έμι, η κάμερα την αφήνει για να κάνει κάποιο πανοραμικό ή ένα τιλτ, κινήσεις που στον κλασικό κινηματογράφο ισοδυναμούν με πιθανή έλλειψη στην αφήγηση, δηλαδή με οικονομία χρόνου: ένας ήρωας περπατά στο δρόμο, φτάνει σε μια είσοδο, η κάμερα κάνει κίνηση προς τα πάνω καδράροντας την πολυκατοικία, το επόμενο πλάνο έκοβε στον ήρωα που είχε ανεβεί ήδη στον όροφο της αρεσκείας του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Ζούντε αφήνει κάποια στιγμή την Έμι, του κλέβει το ενδιαφέρον μία αφίσα, ο θεατής θεωρεί ότι το πλάνο φτάνει στο τέλος του, και όμως… Η κάμερα επιστρέφει στην Έμι, η οποία στο μεταξύ έχει απομακρυνθεί. Τα στοιχεία που τραβούν το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη είναι παρόμοιας φύσεως με το καζίνο: άγριοι διαπληκτισμοί στον δρόμο, καπιταλιστικά προϊόντα σε αφθονία, μία αφίσα πολιτικού κόμματος, μία άλλη που απεικονίζει μία γυναίκα να διαφημίζει ένα επιδόρπιο με το μότο, «Μου αρέσει βαθιά» και ούτω καθεξής. Η Έμι είναι σε δύσκολη θέση, οι μαθητές της την λοιδορούν, το βίντεο ανεβαίνει ξανά και ξανά, όλος ο κόσμος είναι εναντίον της, όμως ποιος κόσμος είναι αυτός; Αυτός που συλλαμβάνει με τον φακό του ο Ζούντε.
Η δομή της ταινίας είναι τριμερής, με πρόλογο το επίμαχο βίντεο. Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Μονόδρομος» και αφορά την περιπλάνηση της Έμι στο Βουκουρέστι, εν αναμονή της βραδινής συνάντησης με τους γονείς και το λαϊκό δικαστήριο. Ο Ζούντε χρησιμοποιεί ντοκιμαντερίστικη τεχνική, αφήνοντας ελεύθερη την κάμερα να περιγράψει όψεις κτιρίων, αρχιτεκτονικούς όγκους, χώρους της πόλης στην οποία εντάσσει την Έμι. «Τυχαίες» κινήσεις της μηχανής καταγράφουν τις τυχαίες κινήσεις της Έμι μέσα σε άβολες και παράλογες καταστάσεις. Το δεύτερο μέρος με τίτλο «Μικρό λεξικό ανεκδότων, συμβόλων και θαυμάτων» αποτελεί ένα μοντάζ εννοιών, λέξεων και ιστορικών γεγονότων, τα οποία αναλύονται σύντομα με γλυκόπικρη σατιρική διάθεση, ένα μέρος που αποτελεί ουσιαστικά εξωδιηγητική παρένθεση. Στο σημείο αυτό, το Παλαβό πορνό θυμίζει αρκετά Το Σπίτι που έχτισε ο Τζακ του Λαρς Φον Τρίερ. Το τρίτο και τελευταίο μέρος, «Sitcom», είναι αυτό της κάθαρσης και της σουρεαλιστικής λύσης της ιλαροτραγωδίας.
Η ταινία στο ξεκίνημά της αυτοχαρακτηρίζεται ως «προσχέδιο για ένα δημοφιλές φιλμ», πολύ σωστά και εύστοχα. Αποτελεί ένα προσχέδιο, όμως χρειάζεται αρκετές διορθώσεις για να κερδίσει την κοινή γνώμη. Ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής τονίζει τον απαραίτητο διαχωρισμό ανάμεσα στην κοινή γνώμη (senso commune) και την κοινή λογική, την ορθή γνώμη (buon senso). Τονισμός που προκύπτει από την φράση «η έγκυρη γνώση υπήρχε μεν, αλλά κρατιόταν μυστική από τον φόβο της κοινής γνώμης» που βρίσκουμε στο έργο του Αλεσάντρο Μαντσόνι, «Οι αρραβωνιασμένοι», το οποίο περιγράφει την πανούκλα στο Μιλάνο στις αρχές του 1600. Αυτός ο φόβος προς την κοινή γνώμη είναι που καθιστά το Παλαβό πορνό ένα προσχέδιο δημοφιλούς ταινίας.
Πρέπει να γίνει ειδική μνεία στη χρήση μάσκας των χαρακτήρων της ταινίας, αλλά και στη συνεχή αναφορά στο διάσημο πανδημικό αξεσουάρ. Ο Ζούντε έιναι ο πρώτος σκηνοθέτης που το εντάσσει στο έργο του. Δεν πρόκειται για ένα στεγνά σαρκαστικό παιχνίδι του, και μάλιστα πρέπει να αναλυθεί παράλληλα με την παρουσίαση ωμού πορνό, κυρίως στο ξεκίνημα της ταινίας. Όπως θα μπορούσε να έχει παραληφθεί το τελευταίο, έτσι θα μπορούσε και η πανδημία να ενσωματωθεί με διάφορους άλλους τρόπους στην ταινία. Και όμως ο σκηνοθέτης δεν το κάνει για λόγους ρεαλισμού. Η απάντηση βρίσκεται σε ένα από τα «λήμματα» του λεξικού του δεύτερου μέρους της ταινίας σχετικό με τη Γοργόνα Μέδουσα και τον Περσέα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, όποιος αντίκριζε τη Μέδουσα κατάματα, πέτρωνε. Έτσι, η Αθηνά του έδωσε την αστραφτερή ασπίδα μέσα από την οποία θα έβλεπε τη Μέδουσα και θα της έκοβε το κεφάλι. Λέει ο Τζούντε: «Δεν μπορούμε να δούμε τον τρόμο γιατί μας παραλύει και πρέπει να τον γνωρίζουμε μόνο μέσα από αναπαραστάσεις. Η οθόνη του κινηματογράφου είναι η αστραφτερή ασπίδα της Αθηνάς».
Ανδρεάς Άννινος