Σκηνοθεσία: Κλοντ Σαμπρόλ

Σενάριο: Κλοντ Σαμπρόλ, (διάλογοι) Σάουρο Σκαβολίνι

Παίζουν: Στεφάν Οντράν, Μισέλ Μπουκέ, Μισέλ Ντισεσουά. Μορίς Ρονέ

Παραγωγή: Γαλλία – Ιταλία, 1969

Διάρκεια: 1 ώρα 38 λεπτά

Ο Σαρλ Ντεβαλέ (Μισέλ Μπουκέ) αντιλαμβάνεται ότι η σύζυγός του, Ελέν Ντεβαλέ (Στεφάν Οντράν) τον απατά. Αυτή είναι η μία όψη της πλοκής της ταινίας. Η άλλη μπορεί να δοθεί από την οπτική γωνία της Ελέν: η Ελέν Ντεβαλέ απατά τον σύζυγό της, εγκλωβισμένη σε έναν γάμο με έναν σύζυγο που ακολουθεί με επιτυχία την καριέρα του και με ένα γιό που δεν μπορεί να γιατρέψει τις πληγές τους. Η άνετη ζωή είναι μια κάποια λύση και η Ελέν την αγαπά, όμως ερωτεύτηκε.

«Μια αλλαγή στον τρόπο ζωής μου, ίσως χαλάσει την αρμονία της», λέει στην πρώτη σεκάνς της ταινίας ο Σαρλ. Λίγο αργότερα, η αλλαγή έρχεται όχι με τυμπανοκρουσίες και εντυπωσιασμούς, αλλά ήρεμα και με τον τρόπο που μια πολύ σοβαρή αρρώστια προκαλεί κάποια πρώτα συμπτώματα στον ασθενή. Η Ελέν μιλά στο τηλέφωνο και αναστατώνεται από την παρουσία του συζύγου της. Πρώτο στοιχείο που δεν τον αφήνει σε ησυχία. Ο Κλοντ Σαμπρόλ δείχνει τον δρόμο: είναι εφικτό το να μην θυσιάσεις την αφηγηματικότητα της ταινίας που κάνεις στο βωμό τεχνοτροπιών και του στείρου ύφους. Όλη η ουσία της ταινίας παρουσιάζεται πολύ νωρίς και με απλό και γι’ αυτό θαυμαστό τρόπο.

Ο μηχανισμός της ζήλειας ξεκινά να ενεργοποιείται και ο Σαρλ γίνεται απρόβλεπτος. Στο οικογενειακό του περιβάλλον δεν παρουσιάζεται ιδιαιτέρως διαφορετικός, εκτός από κάποιες αστείες προσπάθειες να διασκεδάσει την Ελέν με εξόδους και τα συναφή. Μάταιος ο κόπος του, η απιστία έγινε για την Ελέν ό,τι ο καφές και το τσιγάρο για άλλους. Μια κακή συνήθεια που κάποια στιγμή θα κόψει. Όμως εκείνος βράζει. Προσλαμβάνει ιδιωτικό ερευνητή και τα κακά μαντάτα του προκαλούν γενικευμένη κρίση. Μια ρωσική παροιμία λέει: «Μην το βάζεις στα πόδια μπροστά σε τίποτα, αλλά μην κάνεις τίποτα». Έτσι περίπου δρα και εκείνος. Αποφασίζει να συναντήσει τον Βικτόρ Πεγκαλά (Μορίς Ρονέ), τον εραστή της γυναίκας του, χωρίς να έχει κάποιο πλάνο, πρόκειται για καθαρό αυτοσχεδιασμό. Η σεκάνς της επίσκεψης του Σαρλ στο σπίτι του Βικτόρ είναι μια κορυφαία από κάθε άποψη σκηνοθετική στιγμή. Ο τρόπος με τον οποίο οι μικρές λεπτομέρειες και οι αφηγήσεις του ενόχου προκαλούν κλιμακωτή αναστάτωση στον Σαρλ, με αποκορύφωμα την ξενάγησή του στην κρεβατοκάμαρα, όταν πια ο Βικτόρ φαντάζει στα μάτια του ως ένας διακορευτής της συζύγου του, συνιστούν μια σπουδή πάνω στη μιζανσέν. Η στιγμή δε του ξεσπάσματος είναι μοναδική: καρέ μερικών χιλιοστών του δευτερολέπτου – υφολογικά ψήγματα του «γαλλικού νέου κύματος» – περιγράφουν αυτόν τον κορεσμό πληροφοριών που προηγήθηκε και τη ζάλη του Σαρλ, τον οποίο τα δύο μπέρμπον που τον κέρασε ο Βικτόρ δεν τον ζέσταναν απλώς, αλλά του προκάλεσαν βρασμό ψυχής.

Ο Σαμπρόλ επιλέγει να αλλάζει το κέντρο βάρους της αφήγησης, τοποθετώντας πότε το ένα και πότε το άλλο μέρος του ζευγαριού στο επίκεντρό της. Ιδανική επιλογή, έτσι όπως συμπλέκει την πορεία της κεντρικής πλοκής με επιμέρους ευρήματα και υποπλοκές, όπως για παράδειγμα την ελευθεριότητα με την οποία αντιμετωπίζει η Ελέν τις άλλες γυναίκες, παινεύοντας τις αισθητικές αρετές τους ή το χάσιμο ενός κομματιού στο παζλ του γιού της οικογένειας. Το βρίσκει η Ελέν μαζί με πληροφορίες για τον χαμένο Βικτόρ. Ξέχωρα από την αφηγηματική ευστάθεια, ο Σαμπρόλ στήνει τελετουργικά τις σκηνές του – είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Λαρς φον Τρίερ έχει μελετήσει σε βάθος την ταινία αυτή για το «The House That Jack Built» – , και τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε μια πληθώρα χώρων, εξετάζοντας τις αντιδράσεις τους και τις διακυμάνσεις τους, όπως επί παραδείγματι όταν ο μικρός δηλώνει ότι μισεί τους γονείς του, όμως μπροστά στους αστυνομικούς τούς καληνυχτίζει ευγενικά έναν-έναν.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment