Το Σεπτέμβριο του 1994 οι Κέβιν Μπράιτ, Μάρτα Κάουφμαν και Ντέιβιντ Κρέιν δημιουργούν και παρουσιάζουν στο κοινό μια τηλεοπτική σειρά που διήρκησε μέχρι το Μάϊο του 2004. Θα αποκτήσει παγκόσμια αναγνωρισημότητα, επιτυχία τόσο σε νούμερα τηλεθέασης όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Το όνομα αυτής γνωστό παντού στο ευρύ κοινό, και δεν είναι άλλο από τα «Φιλαράκια». Η υπόθεση της σειράς αρκετά απλή, με το θέμα της να περιστρέφεται γύρω από μία παρέα έξι φίλων που ζουν στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.

Σ’ ένα παράλληλο συμπάν τρία χρόνια νωρίτερα το μυαλό της Δήμητρας Παπαδοπούλου γεννάει την ιδέα ώστε να γράψει το σενάριο και τους διάλογους για μια άλλη τηλεοπτική σειρά τους «Απαράδεκτους». Αυτή, αφορά την ζωή πέντε φίλων και του ιδιαίτερου ιδιοκτήτη των διαμερισμάτων όπου διέμεναν οι τέσσερις εξ αυτών. «Οι Απαράδεκτοι» με το ιδιότυπο χιούμορ και διάλογους τους, έμελλε από τον Σεπτέμβριο του 1991 έως τον Ιανουάριο του 1993 να «στοιχειώσουν» τον τότε πρώτο νεοσύστατο ιδιωτικό ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας, το Mega Channel (ή απλώς MEGA), που έψαχνε να βρει την ταυτότητα του σε όλες τις εκφάνσεις του προγράμματος που θα παρουσίαζε. Όλως τυχαίως, μπορεί και όχι, στις 28 Οκτωβρίου του 2018 κατά την διάρκεια επανάληψης ενός επεισοδίου το ΜEGA θα ρίξει την αυλαία του ως κανάλι μετά από 29 συναπτά έτη παρουσίας στον χώρο της τηλεόρασης.

«Οι Απαράδεκτοι» θα μας χαρίσουν 48 και 1 μπόνους μοναδικά επεισόδια και άτυπα θα γίνουν τα πρώτα «Φιλαράκια» της σύγχρονης μεταμοντέρνας Ελλάδας των 90ς υπό το φόντο νέων προκλήσεων και πολλών αλλαγών τόσο σε πολιτικό, πολιτιστικό, ηθικό, όσο και στο απλό καθημερινό επίπεδο. Οι νέες αυτές προκλήσεις της τυπικής ελληνικής καθημερινότητας και των σουρεάλ καταστάσεων βρίσκουν στα πρόσωπα του Σπύρου Παπαδόπουλου, της Δήμητρας Παπαδοπούλου, του Γιάννη Μπέζου, του Βλάσση Μπονάτσου, της Ρένιας Λουιζίδου και του Βασίλη Χαλακατεβάκη, τους ιδανικούς ηθοποιούς για να τις ενσαρκώσουν και να παρουσιάσουν ένα μοναδικό και αμίμητο τηλεοπτικό θέαμα. Ουσιαστικά, οι παθογένειες και τα ευτράπελα της 90ς κοινωνίας θα έρθουν μέσα από την τηλεόραση, στο σαλόνι του κάθε σπιτιού. Μόνο που ίσως άθελα της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου και το σενάριο της ήταν τόσο πρωτότυπο που ακόμα και σήμερα (θα μπορούσα κάλλιστα να ακυρώσω την προηγούμενη πρότασή μου περί 90ς) θα ταυτιζόταν με πολλά σκηνικά που επικρατούν στις μέρες μας. Oι χαρακτήρες της σειράς, εκ διαμέτρου αντίθετοι, συνθέτουν ένα σύνολο αλληλοσυμπλήρωσης και οι παραπάνω ηθοποιοί, ο καθένας με το δικό του υποκριτικό ταλέντο, ενσαρκώνουν με απίστευτη αποτελεσματικότητα τους χαρακτήρες αυτούς στα 49 επεισόδιά της σειράς.

Ο διαφημιστής Σπύρος Παπαδόπουλος με την υπερβολική πίεση που δεχόταν από τις πολίτικες αλλαγές, με φόντο το φάντασμα και τις μνήμες του Πολυτεχνείου που τον κυνηγούσαν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Με την αλησμόνητη ατάκα του «Τι έγινε ρε παιδιά;» που θα την καθιερώσει ως ένδειξη απορίας σε ότι τον απασχολούσε ξαφνικά, τόσο στις στη σχέση του με την γυναικά του (Δήμητρα Παπαδοπούλου), όσο και με τις αλλαγές στην ζωή του τότε νεοέλληνα.

Η κλεισμένη στο σπίτι της οδού Αδάμαντος 4 στο Λυκαβηττό νοικοκυρά Δήμητρα (Δήμητρα Παπαδοπούλου). Με την τυπική βαρετή καθημερινότητα να την καταδιώκει κάνοντας παρέα και φορτώνοντάς την αρκετές φορές στον Γιάννη (Γιάννης Μπέζος), ένοικο του ακριβώς απέναντι διαμερίσματος. Μέσα σε όλα αυτά θα προσπαθεί να αποδείξει και αυτή την σημαντικότητα της, με χαρακτηριστική την ατάκα «η σύζυγος είναι ο καθρέπτης του συζύγου».

Ο άνεργος από επιλογή και «φορτωμένος» σε καθημερινή βάση από την γειτόνισσα – φίλη Δήμητρα, ο συμπαθέστατος Γιάννης (Γιάννης Μπέζος). Ένας χαρακτήρας πολύ κομβικός έως σταθμός στη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση και πραγματικότητα (καθώς και για μετέπειτα σίριαλ που θα ακολουθήσουν), που θα τολμήσει να ενσαρκώσει έναν άντρα ομοφυλόφιλο με ένα αβίαστο και άνετο παίξιμο, που «ψάχνει και αυτός το ταίρι του» όπως θα πει σε αρκετά επεισόδια.

Ο πολύ ιδιαίτερος συγκάτοικος του Γιάννη, ο Βλάσσης (Βλάσσης Μπονάτσος). Ηθοποιός σε τηλεοπτικά σποτ στο διαφημιστικό γραφείο του Σπύρου και συνεργάτης του. Κουλ, χαλαρός, ανοιχτόμυαλος και λάτρης της καλής ζωής και της καλοπέρασης θα χαρίσει μοναδικές στιγμές γέλιου παίζοντας ουσιαστικά τον ίδιο του τον εαυτό. Ιδιαίτερη αδυναμία του τα μπαρ και οι ωραίες γκόμενες, όπως θα επαναλαμβάνει συχνά…

Η νεαρή κοπέλα του Βλάσση, Ρένια (Ρένια Λουιζίδου). Όμορφη, πρότυπο ομορφιάς της τότε εποχής ακολουθεί και αυτή την ροή της παρέας, των ευτράπελων και όχι μόνο καταστάσεων. Κουμπώνοντας ιδανικά με την παρέα, θα δείξει με την σειρά της γιατί ταίριαζαν τόσο με τον Βλάσση.

Ο πιο ενδιαφέρον ρόλος που έδινε μια κρυφή πνοή σε όλη την σειρά είναι αδιαμφισβήτητα ο ρόλος του κυρίου Βασίλη (Βασίλης Χαλακατεβάκης), όπως αποκαλούσαν τον διαχειριστή και ιδιοκτήτη των διαμερισμάτων. Ανύπαντρος, φιγούρα στα όρια του καλτ με αρκετά μικροαστικά κλισέ να επικρατούν στο κεφάλι του, θα μας χαρίσει με τις απίστευτες ατάκες του πηγαίο γέλιο, αφού έδινε την εντύπωση ότι θα είναι αυτός που θα χτυπήσει το κουδούνι σου και θα στις πει live. Κατά την διάρκεια της σειράς «θα παρελάσουν» ως γκεστ εμφανίσεις ένα πλήθος πρωτοεμφανιζόμενων και παλιών ταλαντούχων ηθοποιών. Όλοι αυτοί θα αποτελέσουν κομμάτια ενός παζλ που έλειπαν στα συγκεκριμένα επεισόδιά που συμμετείχαν. Ονομαστικά κάποιοι από αυτούς ήταν οι: Σπύρος Καλογήρου, Παύλος Χαϊκάλης, Πέτρος Φιλιππίδης, Κώστας Ευριπιώτης, Παύλος Κοντογιαννίδης, Δημήτρης Φραγκιόγλου, Ελένη Φιλίνη, Μαρία Αλιφέρη, Βάνα Παρθενιάδου, Χριστόφορος Παπακαλιάτης κ.α.

At the end of the day, η σειρά θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψίζεται με ένα αρκετά ρομαντικό και συγκινητικό κομμάτι (Μεταμορφώσεις) του μεγάλου Βλάσση Μπονάτσου, που τραγουδούν οι 4 βασικοί φίλοι της παρέας στο επεισόδιο οι «Βιντεοκλιπάδες». Μια στροφή του κομματιού που αναφέρει: «Υπάρχεις μόνο εσύ, δυο φίλοι κι η μουσική που την καρδιά μου ξέρουν, θα μείνω πάντα παιδί σαν το παλιό το κρασί στα χρόνια ταξιδεύω»…

Τελικά τι μένει από τους Απαράδεκτους ως θύμηση σε μας και μαζί μ’ αυτό τι είναι αυτό που τους κάνει επίκαιρους μέχρι και σήμερα; Τελικά σε τι μας προτρέπουν; Τελικά τι έχει αξία; Μήπως οι καλοί φίλοι; Η μουσική; Το να παραμείνεις παιδί; Αυτό που πιστεύω ότι μένει είναι ο γλυκός ρομαντισμός όλης εκείνης της εποχής που έχει ξεφτίσει σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με ότι πρέσβευε εκείνη η παρέα. Ίσως όλες οι παραπάνω ερωτήσεις έρχονται, για να δώσουμε εμείς τις απαντήσεις που θέλουμε ατομικά. Έτσι ώστε αυτές να είναι ο αέρας που θα γεμίζει τα πανιά μας για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, για να αντιμετωπίσουμε με καλό χιούμορ τη ζωή αλλά και τα σημερινά προβλήματα που όλως τυχαίως είναι ίδια με τότε.

Λεωνίδας Ρηγόπουλος

Leave a comment