Σκηνοθεσία: Φίλιππος Κουτσαφτής
Σενάριο: Φίλιππος Κουτσαφτής
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Φίλιππος Κουτσαφτής
Παραγωγή: Ελλάδα, 2000
Διάρκεια: 1 ώρα 27 λεπτά
«Η Ελευσίνα κρατά πάντα κάτι κρυφό γι αυτούς που θα την επισκεφθούν ξανά». Με αυτή του φράση του Σενέκα ξεκινά η Αγέλαστος Πέτρα του Φίλιππου Κουτσαφτή. Δέκα χρόνια παρατήρησε την Ελευσίνα, τις πληγές της, την ουσία της. Τα κείμενα, η φωτογραφία, η σκηνοθεσία είναι όλα δικά του και υπακούν στην μοτίβο της αντιστροφής.
Η Ελευσίνα, ένα σημείο ιερό, κέντρο διερχομένων πλέον, γίνεται το πεδίο μελέτης ενός σπουδαίου ντοκιμαντερίστα. Η Θεά Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη, η εναλλαγή των εποχών και η καλλιέργεια των δημητριακών, τα Ελευσίνια Μυστήρια και οι μύστες, εντοπίζονται σε αυτό το «αναπτυσσόμενο» τεμάχιο γης. «Όσοι περνούν από εδώ αποστρέφουν το βλέμμα τους». Πικρή αλήθεια που απηχεί, πλέον, μια συνολική θεώρηση του κόσμου. Έτσι αποστρέφουν το βλέμμα τους από τον κόσμο όσοι περνούν από αυτόν. Διότι έχει χαθεί οριστικά η ιερότητα και έχει επικρατήσει η ισοπέδωση. Εντούτοις, ο Κουτσαφτής στρέφει το βλέμμα του στην Ελευσίνα – και με τι τρόπο! Εδώ εντοπίζεται η πρώτη αντιστροφή.
Υπάρχει μια αξιομνημόνευτη ποικιλία στα πλάνα του Κουτσαφτή. Μπορεί κανείς να εντοπίσει σκληρά, με την κάμερα στο χέρι, που εκφράζουν μια αγωνιώδη αναζήτηση, μέχρι τέλεια εκτελεσμένα τράβελλινγκ, που θυμίζουν την ιερότητα του χώρου, αλλά και τη βεβήλωση που έχει πια υποστεί. Από το ένα άκρο στο άλλο πέρασε ο τόπος αυτός, από το πνευματικό, στο ακραία υλιστικό. Από τους θεούς στους δαίμονες. Από την ηρεμία και την ταπεινότητα, στην έκρηξη και την αλαζονία.
Δεν επέλεξε η Ελευσίνα το «δρόμο του αφανισμού». Επιλέχθηκε για εκείνη από ανθρώπους που εναγωνίως αναζητούν τρόπους κάλυψης κενών. Κεντρικός ήρωας στην Αγέλαστο Πέτρα είναι ο Παναγιώτης Φαρμάκης. Κάποιος παράξενος άνθρωπος που «γυρνάει άσκοπα», σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ανάμεσα σε πέτρες και μπάζα. Σκαλίζει τα μπάζα, χαϊδεύει και καθαρίζει τις πέτρες, και πολλές φορές βρίσκει αντικείμενα από άλλους χρόνους. Μετά, μια γυναίκα – ειδικός τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Αρχαιολογικά ευρήματα, πλέον, που είναι έτοιμα να τα παρατηρήσει ο επισκέπτης του μουσείου. Η συνεισφορά του Παναγιώτη Φαρμάκη, ενός άστεγου επί της ουσίας, ενός σαλού, είναι η διατήρηση της μνήμης, της μόνης περιουσίας, σύμφωνα με τον Κουτσαφτή. Στον αντίποδα, οι κύριοι με τα καλοσιδερωμένα κοστούμια, άλλοτε επιβλέπουν έναν βέβηλο εκσκαφέα και άλλοτε παραλαμβάνουν – κακοπροαίρετα χαμογελαστοί – ψηφίσματα για τη μη επέκταση του παρακείμενου διυλιστηρίου.
Οι πρόσφυγες βρήκαν απάγκιο σε αυτή την κουκίδα του χάρτη. Σε τούτο το πέρασμα με τις υψικαμίνους και την έντονη μυρωδιά, που από καιρό έχασε την ισορροπία του. Έκτισαν τα χαμηλά τους σπίτια, τακτοποιημένα και προσεκτικά, δίχως να καταπατήσουν, χωρίς να επιβληθούν, κουβαλώντας το παρελθόν τους και χρωματίζοντας τον νέο τους τόπο με συνήθειες και ιδιοδιαλέκτους. Ανάμεσά τους ο γαλατάς που μοιράζει το γάλα με το άλογό του, και που εγκαταλείπει το – με εξαιρετική αισθητική και ρυθμό – επάγγελμα που ασκούσε, όταν ο πολύτιμος συνεργάτης του γέρασε και δεν μπορούσε πια να διασχίσει τη Νέα Εθνική Οδό. «Αναρωτιέμαι πώς μπορεί κανείς να αποδείξει ότι η πόλη είναι κατά τι φτωχότερη χωρίς τη διαδρομή του». Τι λόγια!
Ο Κουτσαφτής τελειώνει το κείμενο του, που αρμονικά συνοδεύει την ταινία, με μία συγγνώμη προς κάθε πρόσωπο του ντοκιμαντέρ, αλλά και προς την Ελευσίνα. Την τελευταία φορά που πέρασε, δεν γύρισε καν να κοιτάξει, μας πληροφορεί. Σε αυτές τις συγγνώμες έγκειται η τελευταία αντιστροφή, μια εκ των υστέρων αντιστροφή αυτή τη φορά, αφού ο θεατής, που έχει βιώσει μια αδιανόητη εμπειρία, το τελευταίο πράγμα που περιμένει είναι μια συγγνώμη. Ο Κουτσαφτής που συνέθεσε πορτραίτα ανθρώπων, αλλά και της πόλης, με απόλυτο σεβασμό, απολογείται. Όλα τα παραπάνω με μια απίθανη αίσθηση του κάδρου. Αριστούργημα.
Ανδρέας Άννινος