Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε

Σενάριο: Μάρτιν Σκορσέζε, Νίκολας Πιλέτζι – Βασισμένο στο βιβλίο του Νίκολας Πιλέτζι

Παίζουν: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Ρέι Λιότα, Τζο Πέσι, Πολ Σορβίνο

Παραγωγή: ΗΠΑ, 1990

Διάρκεια: 2 ώρες 26 λεπτά

Βασισμένη στο βιβλίο του Νίκολας Πιλέτζι «Wiseguy», που καταγράφει πραγματικά γεγονότα, η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε αφηγείται την ιστορία του Χένρι Χιλ (Ρέι Λιότα), ο οποίος ανεβαίνει στην ιεραρχία της ιταλικής μαφίας, μέσα από γνωριμίες αλλά και τη συμμετοχή του σε εγκληματικές ενέργειες κάθε είδους.

Τα στηρίγματά του στην προσπάθειά του αυτή είναι ο Πόλι (Πολ Σορβίνο) και ο γκάνγκστερ – θρύλος, Τζίμι Κόνγουεϊ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Ξεκινώντας από παιδί για τα θελήματα, ο Χένρι γίνεται η σταθερά στις επιμέρους κλίκες των μαφιόζων και ζει τη χρυσή εποχή των γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη. Δυστυχώς για εκείνον, η καταγωγή του δεν είναι αμιγώς ιταλική, καθώς είναι μισός ιρλανδός, και έτσι τα υψηλότερα κλιμάκια του εγκλήματος δεν θα τον υποδεχτούν ποτέ στις τάξεις του. Η δομή της Μαφίας έχει χαρακτηριστικά που θυμίζουν εκείνη της κοινωνίας, καθιστώντας δύσκολη την άνοδο και σχεδόν αυτονόητη την πτώση.

«Ο Πόλι», σύμφωνα με τον Χένρι, «προσέφερε προστασία σε εκείνους που δεν μπορούσε να προστατεύσει η αστυνομία». Μια τόσο απλή διατύπωση για ενέργειες που δεν έχουν τίποτα το αλτρουιστικό. Είναι ένα μοτίβο που ακολουθεί ο Σκορσέζε στην αφήγησή του αυτό: οι ήρωές του έχουν αναπτύξει μια ψευδή συνείδηση, που τους επιτρέπει να επενδύουν τις πράξεις τους με ηθικά χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινούς γκάνγκστερ.

Η Μαφία, γέννημα του φασισμού, πήρε τα μπογαλάκια της για τις «ξένες» Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου προσπαθώντας να επιβιώσει, οργανώνεται σε οικογένειες. Εκτελεί συμβόλαια θανάτου και κάθε είδους εγκλήματα, συμβιώνει με άλλες εθνότητες, και λειτουργεί ως ένα πατριωτικό εκκρεμές, πότε από την σικελική πλευρά, πότε από την αμερικανική, ανάλογα τα συμφέροντά της. Η ειρωνεία είναι ότι από το κοινωνικό περιθώριο, οι μαφιόζοι ασκούν κριτική στις προκαταλήψεις των ντόπιων παρακατιανών, ενώ οι ίδιοι εκφράζουν ασταμάτητα τις ρατσιστικές τους απόψεις.

Εν τέλει, η ζωή των γκάνγκστερ ίσως να μην έχει μεγάλη διαφορά από τη ζωή των αμερικανών μικροαστών, που χρησιμοποιούν και εκείνοι δόλια μέσα για να γραπώσουν την ευκαιρία να ανελιχθούν. Εντούτοις, οι μαφιόζοι έχουν ως κύριο στόχο να αποφύγουν τη ζωή του μέσου αμερικανού, που ιδροκοπά για μερικά δολάρια και χρησιμοποιεί τον ηλεκτρικό. Δηλαδή, και οι μεν και οι δε θέλουν να αποφύγουν τη ζωή που διάγουν οι δε, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι! Με λίγα λόγια, οι ηττημένοι είναι οι μικροαστοί, ενώ οι μαφιόζοι μάχονται για να αποφύγουν μια τέτοια τύχη. Όμως, επειδή ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, στο τέλος έρχεται η πτώση.

Υπάρχει ένα σημείο στις ταινίες του Σκορσέζε, μετά από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Ενώ όλα μοιάζουν ρόδινα, ένα γεγονός θα αλλάξει τις ισορροπίες δια παντός. Η αφορμή για αυτό το γεγονός είναι ο απρόβλεπτος Τόμι Ντεβίτο, που ενσαρκώνει ο ασύλληπτος Τζο Πέσι, που βραβεύτηκε με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του. Ο τύπος του Τόμι, με τις ασυνάρτητες και αναίτιες πράξεις του, οδηγεί την κλίκα στην καταστροφή. Έτσι, οι παρακατιανοί υποδέχονται στις τάξεις τους τον Χένρι, ακόμα ένα ασήμαντο και ακίνδυνο ανθρωπάκι. Στο τέλος, ο Σκορσέζε αναπαριστά την τελευταία σκηνή από τη Μεγάλη Ληστεία του Τρένου (1903) του Έντουιν Πόρτερ, όταν ο Τζο Πέσι εμφανίζεται να πυροβολεί προς τη μεριά του θεατή. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πλοκές των δύο ταινιών είναι παρόμοιες.

Το Goodfellas είναι μια απολαυστική γκανγκστερική ταινία με καλά κρυμμένα σκηνοθετικά ευρήματα, με μονοπλάνα εξαιρετικής χορογραφίας και με ένα τελευταίο μέρος όπου το ντεκουπάζ και το μοντάζ παίρνουν έναν ιλιγγιώδη δρόμο, απόλυτα ταιριαστό με την τροπή της ιστορίας. Η ελευθερία στην αφήγηση οδηγεί σε εξαιρετικές ιδέες, όπως το voice over, που από το πουθενά αναλαμβάνει η Κάρεν, η γυναίκα του Χένρι. Μέχρι τότε την ιστορία αφηγείται ο ίδιος ο Χένρι, με τον φετιχισμό της βίας και το σύντομο love story να συμπληρώνουν το ψηφιδωτό των ρατσιστικών στερεοτύπων του συγκερασμού πολιτισμών της Νέας Υόρκης.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment