Σκηνοθεσία: Ρόι Άντερσον
Σενάριο: Ρόι Άντερσον
Παίζουν: Χόλγκερ Άντερσον, Νιλς Γουέστμπλομ, Καρλότα Λάρσον
Παραγωγή: Σουηδία – Γερμανία – Νορβηγία – Γαλλία – Δανία, 2014
Διάρκεια: 1 ώρα 41 λεπτά
«Τόσο όμορφο, αλλά τρομερά φρικτό.»
Χρειάστηκαν 14 χρόνια στον Ρόι Άντερσον για να ολοκληρώσει την τριλογία του για τον άνθρωπο. Οι άλλες δύο ταινίες της τριλογίας, «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» και «Εσείς οι ζωντανοί» κυκλοφόρησαν το 2000 και το 2007, σχηματίζοντας διαστήματα δύο επταετιών ανάμεσα στις δημιουργίες του, γεγονός που δεν μας εκπλήσσει καθόλου, αφού ο Ρόι Άντερσον είναι γνωστός για την πίστη και την επιμονή του στις αισθητικές του αρχές, που τον οδηγούν σε χρονοβόρα και απαιτητικά γυρίσματα, αλλά και εξαιρετικά περίπλοκες μέσα στην απλότητά τους ιδέες. Η ταινία αποτελείται από 39 σκηνές, οι οποίες παραπέμπουν σε tableaux vivants, και αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς σε κινούμενους ζωγραφικούς πίνακες. Αυτή η τάση του Άντερσον να κρατά την κάμερα σταθερή, να προσθέτει πιθανότατα την ελάχιστη δυνατή κίνηση στα πλάνα του και να αποχρωματίζει, δημιουργώντας μια παλέτα γκρίζα ή εν πάση περιπτώσει χρωματικά ελαττωμένη, δείχνει ότι σκέφτεται με επιμέλεια κάθε καρέ, κάθε δευτερόλεπτο εικόνας.
Ο τίτλος της ταινίας και κατ’ επέκταση ολόκληρη η ταινία, εμπνέεται από το διάσημο πίνακα του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου, «The Hunters in the snow». Ο Άντερσον παίρνει το βλέμμα του από τους κυνηγούς και τα σκυλιά τους, αλλά και από τους παγοδρόμους στο βάθος και ασχολείται με τα μοναχικά πουλιά που κάθονται στα κλαδιά των δέντρων στο πρώτο επίπεδο του πίνακα, και όπως εκείνος τα θέλει, αναλογίζονται την ύπαρξή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές ο Άντερσον τοποθετεί την κύρια δράση σε ασήμαντο μέρος του κάδρου. Ο τρόπος με τον οποίο παρατήρησε ο Άντερσον τον πίνακα, είναι και ο τρόπος με τον οποίο οδηγεί το θεατή να κοιτάξει την ταινία του: ακίνητα (γενικά, ως επί το πλείστον) πλάνα μεγάλης διάρκειας με προοπτική που οδηγεί σε αδιέξοδο, χαλαρή αιτιοκρατία, ξεκίνημα και φινάλε κάθε σκηνής με τον ίδιο τρόπο, έτσι που ο θεατής να μπαίνει στη ρουτίνα της διαδικασίας, όπως κάποιος που παρακολουθεί θέατρο και δεν προσέχει την αυλαία. Σχεδόν σε κάθε πλάνο υπάρχει ένα άνοιγμα: όταν αυτό το άνοιγμα – το οποίο δημιουργεί κάδρο μέσα στο κάδρο – είναι πόρτα, τότε κάποιος θα μπει από εκεί, και στο τέλος του πλάνου θα βγει. Θα ξεκινήσει το μουσικό θέμα που διατρέχει όλη την ταινία και θα σταματήσει στο ξεκίνημα του επόμενου πλάνου-λήψης. Αυτό οδηγεί τον θεατή να αποδεσμεύσει το βλέμμα του από τις σκηνοθετικές επιβολές, να το ελευθερώσει κατά μία έννοια και να στοχαστεί και ο ίδιος πάνω στην δική του ύπαρξη.
Να στοχαστεί με αφορμή, όμως, τα 39 αυτά πλάνα, που κάλλιστα θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε και λήψεις. Ό,τι καταγράφεται φαίνεται (προφανώς φαίνεται μόνο και δεν ισχύει στην πραγματικότητα) να μοντάρεται αυτούσιο με το επόμενο πλάνο-λήψη. Αν μπορούμε να ανιχνεύσουμε έναν αφηγηματικό κορμό, που η ταινία δείχνει να τον αρνείται πεισματικά, αυτός αφορά δύο μεσήλικες άνδρες, οι οποίοι ως θλιμμένοι κλόουν τριγυρνούν με τις τσάντες τους, προσπαθώντας να πουλήσουν «είδη νεωτερισμού», όπως μασέλα με δόντια δράκουλα, κουκλάκια που γελάνε, μάσκα κουτσοδόντη θείου. Ο παραλογισμός είναι προφανής και συνδυάζεται με άλλους, όπως ο συχνός συνδυασμός χρονικοτήτων (π.χ. η σκηνή της βασιλικής εκστρατείας, με τη στάση στο καφέ για ξεκούραση του βασιλιά και φυσικά η επιστροφή από την εκστρατεία με σακάτηδες και τυφλούς). Δεν πρόκειται όμως για μια στιλιστική εμμονή, αλλά για ένα σχόλιο στη σύγχρονη κοινωνία. Ένας τονισμός του κόσμου με αληθινό τρόπο και με το βάρος των συλλογικών ενοχών για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει ο άνθρωπος προς το περιβάλλον του.
Η mise en scène είναι ενδεικτική των προθέσεων του σουηδού σκηνοθέτη: Το set και costume design λιτό, με ευκρινή λειτουργία και αποτελεσματικό, τα πουδραρισμένα πρόσωπα των ερασιτεχνών ηθοποιών με αλλόκοτη προσωπικότητα, που προφέρουν διαλόγους πολλές φορές ως κενά σχήματα. Στοιχεία που παραπέμπουν σε κάτι καινούριο, σε έναν τρόπο χρήσης της φόρμας για τις ανάγκες του κοινωνικού προβληματισμού που διατυπώνεται. Η εξαντλητική πίεση που μεταδίδεται από τον έναν άνθρωπο στον άλλον και η μέριμνα για υπολογιστική ισχύ και αξιολόγηση αριθμών, οδηγούν στην αποξένωση, στην αδιαφορία και σε μια μηχανική αντίληψη της ζωής που τα χρώματά της είναι αυτά των ταινιών του σπουδαίου σουηδού.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις ταινίες του Άντερσον, ως ένα χαμηλότονο σχόλιο μπροστά στον παραλογισμό της σύγχρονης κοινωνίας, μπροστά στο αυτονόητο που παραβιάζεται και ανατρέπεται. Ένα παραιτημένο σχόλιο, σημειωμένο παρ’ όλ’ αυτά με συγκλονιστική καθαρότητα και – το σημαντικότερο – μη αποσπασμένο από κάποια δεξαμενή γεμάτη από ατζέντες και από θέματα που εξασφαλίζουν βραβεία. Μια γνήσια φωνή υπαρξιακών προβληματισμών, που καρφιτσώνει στοχασμούς και ανησυχίες, που τους κλέβει από τη λήθη, στην οποία πολύ βολικά η κοινωνική πραγματικότητα τους σπρώχνει.
Ανδρέας Άννινος