“Γαλλική Ταινιοθήκη και Ταινιοθήκη της Ελλάδος: Συνεργασία και διδάγματα για την συντήρηση, αποκατάσταση, ψηφιοποίηση και προβολή των ταινιών στις συλλογές τους”

«Άλλο ψηφιοποίηση, κι άλλο αποκατάσταση μιας ταινίας», υπογράμμισε η πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Μαρία Κομνηνού στο πλαίσιο της συζήτησης με θέμα Γαλλική Ταινιοθήκη και Ταινιοθήκη της Ελλάδος: συνεργασία και διδάγματα για την συντήρηση, αποκατάσταση, ψηφιοποίηση και προβολή των ταινιών στις συλλογές τους.  

Με αφορμή την εκδήλωση, η  Μ.Κομνηνού ανακοίνωσε στο κοινό πως η Ταινιοθήκη  έχει εκπονήσει μελέτη για τον πλήρη εκσυγχρονισμό των εργαστηρίων της.

Παρακάτω θα διαβάσετε μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς την διάσωση της παγκόσμιας (και ελληνικής) πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στην Ταινιοθήκημε προσκεκλημένο εκ μέρους της Γαλλικής Ταινιοθήκης τον Ερβέ Πισάρ, τον άνθρωπο-κλειδί για την συντήρηση της κινηματογραφικής κληρονομιάς της Γαλλίας, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην αποκατάσταση της ταινίας Οι Απάχηδες των Αθηνών. 

Η εκδήλωση εντάσσεται στο πλαίσιο του αφιερώματος: ΕΛΛΑΔΑ-ΓΑΛΛΙΑ: ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ που συνεχίζεται έως  και την Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου.

Την συζήτηση διοργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος με τη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Γαλλικής Πρεσβείας, του Γαλλικού Ινστιτούτου και της Γαλλικής Ταινιοθήκης,

Συμμετείχαν οι: Μαρία Κομνηνού, Πρόεδρος Δ.Σ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Ομότιμη Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α

Ερβέ Πισάρ, Υπεύθυνος εμπλουτισμού συλλογών και αποκατάστασης των ταινιών, Γαλλική Ταινιοθήκη

Ηλέκτρα Βενάκη, Υπεύθυνη αποκατάστασης και ψηφιοποίησης της ταινίας «Οι Απάχηδες των Αθηνών»

Ιουλία Μέρμηγκα, Διδάσκουσα Κινηματογραφικών και Πολιτισμικών σπουδών (ΕΚΠΑ),

επιστημονική συνεργάτις της Ταινιοθήκης της Ελλάδος

Μαρία Κομνηνού αναφέρθηκε στους κώδικες δεοντολογίας που (πρέπει να) διέπουν την διαδικασία της αποκατάστασης μιας κινηματογραφικής ταινίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις αρχαιολογικές ανασκαφές, προσθέτοντας πως ουσιαστικά, αποκατάσταση με την πλήρη έννοια της λέξης, έγινε μόνο για τους Απάχηδες των Αθηνών, την Κοινωνική Σαπίλα και την ταινία Ψαράδες και ψαρέματα. «Τα υπόλοιπα ήταν ψηφιοποιήσεις -που είναι κάτι πολύ διαφορετικό».

«Όπως και στην αποκατάσταση ή και την ανασκαφή αρχαιολογικών θησαυρών έχει διαμορφωθεί ένας κώδικας δεοντολογίας για τις σωστές πρακτικές, έτσι και στην περίπτωση των κινηματογραφικών ταινιών πρέπει να ακολουθούνται «καλές πρακτικές» που εξασφαλίζουν την όσο πιο πιστή αναπαραγωγή και αποκατάσταση της ταινίας και διασφαλίζουν ότι δεν υιοθετούνται οι πρακτικές των εμπορικών φορέων αλλά πραγματοποιείται μια εργασία διάσωσης στο υψηλότερο δυνατόν επίπεδο».

Κλείνοντας, η κ.Κομνηνού ανακοίνωσε πως «με την ενθάρρυνση του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού αρμόδιου για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, η Ταινιοθήκη  έχει εκπονήσει μελέτη για τον πλήρη εκσυγχρονισμό των εργαστηρίων της, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στην σωστή διάσωση των έργων του ελληνικού κινηματογράφου. Η μελέτη αυτή θα υποβληθεί στα έργα που θα χρηματοδοτηθούν από τους πόρους  του Ταμείου Ανάκαμψης».

Ερβέ Πισάρ μίλησε για τον ρόλο των Ταινιοθηκών που είναι να «ανακαλύπτουν, να συντηρούν και να προβάλλουν την κινηματογραφική κληρονομιά» -κάτι το οποίο επιτυγχάνει με παραδειγματικό τρόπο η Γαλλική Ταινιοθήκη με πρόεδρο τον Κώστα Γαβρά. «Η διάσωση των ταινιών», υπογράμμισε, «είναι επιβεβλημένη καθώς η ζημιά που έχουν υποστεί διεθνώς είναι σε κάποιες περιπτώσεις μη αναστρέψιμη, ενώ πολύ  συχνά μιλάμε για ολόκληρα “κύματα” απόλυτης καταστροφής -σε εποχές που δεν ήταν διαδεδομένη η σημασία διατήρησης της κινηματογραφικής κληρονομιάς». Κρίσιμες ήταν, όπως εξήγησε, οι περίοδοι μετάβασης από την μικρού στη μεγάλου μήκους ταινίας, από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο και η περίοδος (δεκαετία του ’50) που απαγορεύτηκε η προβολή του (εύφλεκτου) φιλμ στις αίθουσες κάποιων χωρών ως άκρως επικίνδυνη. «Η γέννηση των ταινιοθηκών οδήγησε ευτυχώς στον εντοπισμό κάποιων χαμένων ταινιών».

Ο κ.Πισάρ επέστησε την προσοχή, σε ένα πιθανό νέο κύμα επερχόμενης καταστροφής λόγω των ψηφιακών αρχείων που χρησιμοποιούνται σήμερα: «Θα φανταζόταν κανείς πως η πρόοδος της τεχνολογίας θα μας βοηθούσε, όμως η αλήθεια είναι πως τα ψηφιακά αρχεία έχουν έναν πολύ περιορισμένο προσδόκιμο ζωής. Τα ερωτήματα είναι πολλά: πόσες ταινίες από αυτές που γυρίζονται θα συντηρηθούν τελικά υπό σωστές συνθήκες; Και πόσα άραγε φιλμ θα ξεχαστούν στους σκληρούς δίσκους; Η αλήθεια είναι πως οι Ταινιοθήκες δεν είναι ακόμα σωστά προετοιμασμένες για όλο αυτό. Θα πρέπει να επινοηθούν νέες μέθοδοι, να δημιουργηθούν νέα επαγγέλματα, νέοι χώροι συντήρησης».

Κλείνοντας υπογράμμισε την σημασία του να έχουν οι Ταινιοθήκες το δικό τους εργαστήριο αποκατάστασης. «Αυτό τους εξασφαλίζει αυτονομία, σεβασμό στους κανόνες της αποκατάστασης, εγγύτητα με τα φιλμ της συλλογής τους και προφανώς εξοικονόμηση χρημάτων». Και χαιρέτισε την προοπτική της δημιουργίας ενός υπερσύγχρονου εργαστηρίου αποκατάστασης ταινιών στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Ηλέκτρα Βενάκη, η οποία πρόσφατα ανέλαβε και την αποκατάσταση της ταινίας Πρόσωπο με Πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη, υπογράμμισε πως οι ταινίες δεν διασώζονται με την ψηφιοποίηση. Το μόνο που συντηρείται είναι το φιλμ. «Μόλις το 10 έως 20% των ταινιών μέχρι το 1930 έχει διασωθεί παγκοσμίως. Θεωρείται ότι το 80% των ταινιών του βωβού κινηματογράφου, έχει ολοκληρωτικά χαθεί. Οι Απάχηδες των Αθηνών ανήκουν πλέον στα διασωθέντα έργα αυτής της περιόδου, σε αυτό το 20% παγκοσμίως».

Η κ.Βενάκη έθεσε ένα πολύ ενδιαφέρον ηθικό ζήτημα ως προς την διαδικασία αποκατάστασης μιας ταινίας: «Με την ψηφιακή αποκατάσταση, ένα κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το «μέχρι που μπορούμε να πάμε». Δηλαδή, θεωρητικά, στην ψηφιακή επεξεργασία μπορούμε να διορθώσουμε τα πάντα. Είναι όμως ηθικό, σωστό και καλλιτεχνικά αποδεκτό; Στην ψηφιοποίηση των Απάχηδων και της ταινίας Ψαράδες και ψαρέματα σεβαστήκαμε τις δυνατότητες της εποχής. Το «κούνημα της κάμερας» την επιλεκτική χρήση των ήχων κλπ, διότι αυτά ήταν τα μέσα της εποχής, αυτό ήθελαν και μπορούσαν να κάνουν οι δημιουργοί και εμείς έπρεπε να αναγνωρίσουμε αυτά τα στοιχεία και να τα αναδείξουμε, όχι μόνο για τις σύγχρονες προβολές αλλά και για τους ιστορικούς και θεατές/ακροατές του μέλλοντος».

Αναφερόμενη στην συντήρηση και αποκατάσταση του ίδιου του φιλμ ως υλικού, υπογράμμισε πως είναι απαραίτητη και για έναν άλλο λόγο. «Διότι αν το φιλμ, ως υλικό αποθήκευσης του περιεχομένου (δηλαδή της ταινίας) έχει μακροζωία, αυτό δεν το γνωρίζουμε για τα ψηφιακά υλικά αποθήκευσης. Γνωρίζουμε ότι αν οι συνθήκες φύλαξης του φιλμ είναι καλές, δηλαδή 5 βαθμοί Κελσίου και 30% υγρασία, σε σταθερές συνθήκες, 300 χρόνια αργότερα αν ανοίξουμε την πόρτα το φιλμ θα είναι εκεί σε καλή κατάσταση. Όμως η τακτική «freeze and forget»  δεν ισχύει για τα ψηφιακά αρχεία. Χωρίς συνεχή αντίγραφα και έλεγχο αυτά τα αρχεία δεν μπορούν να διατηρηθούν ούτε για μια δεκαετία όχι για 300 χρόνια. Τα ψηφιακά αρχεία χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση, διότι οι δίσκοι και άλλα αποθηκευτικά μέσα (Data tapes) έχουν σχετικά μικρό χρόνο ζωής, επιπλέον οι τεχνολογίες αλλάζουν συνεχώς και υπάρχει ο κίνδυνος μια ταινία αποθηκευμένη σε ψηφιακό μέσο που έχει καταργηθεί να μην μπορεί να ανακτηθεί ή να πρέπει να μετατραπεί σε άλλο αρχείο (με συνέπεια τις απώλειες από τη μεταγραφή). Τα παραπάνω θέτουν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν το 100% της πρόσφατης παραγωγής οπτικοακουστικών έργων είναι ψηφιακή και προστίθεται στα ήδη ψηφιοποιημένα αρχεία της αναλογικής εποχής».

Και βέβαια είναι και το κόστος: «Η Academy of Motion Picture Arts and Sciences υπολογίζει ότι το ετήσιο κόστος συντήρησης μιας ταινίας μέσου μεγάλου μήκους σε φιλμ ανέρχεται στα χίλια δολάρια, ενώ για την ίδια ταινία ψηφιοποιημένη σε 4Κ το ετήσιο κόστος συντήρησης ανέρχεται σε 12,5 χιλιάδες δολάρια».

*Σύμφωνα με την Ιουλία Μέρμηγκα «το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι ότι η προβολή  των ταινιών της φιλμικής κουλτουρας στις κινηματογραφικές αίθουσες δεν επαρκεί, γιατί δεν φαίνεται ικανή να προσελκύσει κινηματογραφοφιλικά τη νέα γενιά. Στον σύγχρονο μετα-κινηματογραφικό ψηφιακό κόσμο, τα borne digital, τα παιδιά δηλαδή που δεν έχουν εμπειρία του αναλογικού κινηματογράφου ή γενικότερα της αναλογικής επικοινωνίας, αλλά κι εμείς οι παλιότερες, ζούμε μια βαθιά μετάλλαξη στη φύση της προσοχής, σηματοδοτημένη από τον πρωτοφανή αριθμό συσκευών και περισπασμών που την προκαλούν. Το Νetflix αποσκοπεί στο λεγόμενο bing watching, ή όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά στην τηλε-λαιμαργία, όπου παρακολουθούμε διαρκώς ταινίες στο υπολογιστή, στο τάμπλετ, στο κινητό ακόμα και στο ρολόι. Είμαστε συνεχώς καλωδιωμένες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε πολυθενικές πλατφόρμες και  βομβαρδιζόμαστε από μεγάλες ροές οπτικοακουστικών εικόνων».

Και κατέληξε: «Είναι  κρίσιμο  να σκεφτούμε πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα ψηφιοποιημένα  αριστουργήματα σε μόνιμες και ανταγωνιστικές  κινηματογραφοφιλικές πλατφόρμες διαμοιρασμού, να δημιουργήσουμε ψηφιακά διαλειτουργικά και διαδραστικά περιβάλλοντα που δεν θα συσσωρεύουν απλώς ψηφιακό περιεχόμενο, αλλά θα το πλαισιώσουν με μια παιδαγωγική της φιλμικής κουλτούρας. Αν στην παρούσα στιγμή, είναι γεγονός ότι αδυνατούμε να μεταμορφώσουμε τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και να απαλλαγούμε από τα οπτικοακουστικά σκουπίδια που παράγει σωρηδόν, θα πρέπει ωστόσο να μεριμνήσουμε  για μια κινηματογραφοφιλική οικολογία της προσοχής που θα είναι αλληλένδετη με άλλες σύγχρονες οικολογίες που επιχειρούν να μεταμορφώσουν τις σχέσεις μας με το φυσικό περιβάλλον, τον εργασιακό και τον ελεύθερο χρόνο, την τεχνολογία και τις κοινωνικές ανισότητες».

Leave a comment