Σκηνοθεσία: Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι
Σενάριο: Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, Τακαμάσα Οε
Παίζουν: Χιντεντόσι Νισιζίμα, Τόκο Μίουρα
Παραγωγή: Ιαπωνία – 2021
Διάρκεια: 2 ώρες 59 λεπτά
Το «Drive My Car» ξεκινά με μια τρυφερή σκηνή ανάμεσα στην Ότο και τον Γιούσουκε, ένα ζευγάρι ηθοποιών που ο καθένας συνεχίζει από διαφορετικό πόστο την καριέρα του. Εκείνη στην τηλεόραση, γράφοντας σενάρια, εκείνος στο θέατρο, παίζοντας και σκηνοθετώντας. Η Ότο εμπνέεται τις ιστορίες που γράφει μετά από ερωτικές περιπτύξεις με τον Γιούσουκε, ένα μοτίβο που θα το δούμε αρκετές φορές μέσα στα πρώτα 40 λεπτά της ταινίας. Σε αυτό το φιλμικό χρονικό διάστημα, το οποίο λειτουργεί ως προοίμιο, η Ότο είναι ακόμα ζωντανή και υπερδραστήρια, μυστηριώδης και τραγική. 20 χρόνια έχουν περάσει από ένα άλλο τραγικό γεγονός, που σημάδεψε τη ζωή των δύο καλλιτεχνών. Πρόκειται για εκείνο το είδος γεγονότων που αλλάζουν για πάντα τα δεδομένα της σχέσης δύο ανθρώπων.
Μετά τα πρώτα 40 λεπτά πέφτουν οι τίτλοι αρχής της ταινίας. Ο Γιούσουκε ταξιδεύει προς τη Χιροσίμα, με σκοπό να σκηνοθετήσει μια διεθνή παραγωγή του Θέιου Βάνια του Άντον Τσέχοφ. Εκεί, θα παραδώσει το αυτοκίνητό του στην οδηγό της παραγωγής, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, καθώς δεν εμπιστεύεται κανέναν στην οδήγηση, ενώ χρησιμοποιεί τις ώρες στο τιμόνι για την αποστήθιση του κειμένου. Μία κασέτα με το κείμενο του Τσέχοφ, ηχογραφημένο από τη γυναίκα του. Εκείνη νεκρή, όμως παρούσα μέσω της ηχογράφησης. Η αντίστασή του κάμπτεται, αφού η οδηγός είναι πολύ καλή στη δουλειά της και εξαιρετικά διακριτική: ακούνε μαζί τη φωνή της γυναίκας του, ενώ ο Γιούσουκε απαντά με τις δικές του ατάκες.
Η οδηγός γίνεται κεντρικός χαρακτήρας του δράματος. Σιγά-σιγά ζει ενεργά τις εργασίες του θίασου, παρακολουθεί τις πρόβες, συμμετέχει σε δείπνα και ξεναγεί τον Γιούσουκε στη μετα-αποκαλυπτική Χιροσίμα. Όλα δείχνουν να είναι καλά εκεί και οι αρχιτέκτονες έχουν κάνει λαμπρή δουλειά στη διαμόρφωση της πόλης που έζησε τον όλεθρο. Στην ταινία έχει δοθεί μεγάλο βάρος στο πλάσιμο των χαρακτήρων: τόσο το ζευγάρι, όσο και ο τρίτος άνθρωπος, ο νεαρός ηθοποιός Τακάτσουκι διαγράφονται με αδρές γραμμές, τόσο μέσα από το διάλογο, αλλά ακόμα και με ενδυματολογικούς όρους. Οι μαυροντυμένοι πρωταγωνιστές που θρηνούν μια ζωή, σε αντίθεση με τη λευκοντυμένη νεότητα του Τακάτσουκι, που μαρτυρά τη φρεσκάδα του και την ορμητικότητά του. Πάνω στην προσπάθειά του να γοητεύσει, πέφτει στον τοίχο του Γιούσουκε που του αναθέτει το ρόλο του Θείου Βάνια, κόντρα στην ηλικία του.
Η εικόνα είναι ρέουσα, όπως και η πλοκή της ταινίας που άλλωστε στηρίζεται σε διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι (θαυμάσαμε το 2018 την κινηματογραφική μεταφορά ενός άλλου διηγήματός του στο εξαιρετικό “Burning”). Οι χαρακτήρες του Μουρακάμι είναι εσωστρεφείς, ερμητικοί και μυστηριώδεις και στο «Drive My Car» συνδυάζονται με τον Ρωσικό Μυστικισμό σε ένα αποτέλεσμα πολύ ενδιαφέρον και ζωντανό. Οι τοποθεσίες της ταινίας είναι εξαιρετικές, σημαίνουσες και επιβλητικές. Οι πρωταγωνιστές τοποθετούνται δίπλα σε αρχιτεκτονικούς όγκους σύγχρονης αισθητικής, σε χώρους σκοτεινούς, σε μέρη που τα βαραίνει η μνήμη και εκεί η σιωπή παίζει σημαντικό ρόλο, έτσι όπως τα γεγονότα, το παρελθόν και το παρόν βαραίνουν πάνω τους.
Ο Χαμαγκούτσι έχει κατασκευάσει ένα στέρεο αισθητικό οικοδόμημα, το οποίο εστιάζει σε πορτραίτα, εξερευνά βλέμματα, ασχολείται με τον θεατρικό (και κινηματογραφικό) τέταρτο τοίχο, προσπαθώντας παράλληλα να εξερευνήσει τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. «Η αλήθεια, όποια κι αν είναι, δεν είναι τόσο τρομακτική. Επειδή, το πιο τρομακτικό απ’ όλα είναι η αβεβαιότητα». Το μέτριο τέλος της ταινίας, που πλατειάζει από αρκετά νωρίτερα βέβαια, δεν αποτελεί εμπόδιο στην εξαιρετική αποτύπωση αυτής της αβεβαιότητας, που λίγο πολύ μοιράζονται όλοι οι ήρωες.
Ανδρέας Άννινος