Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης

Σενάριο: Τζώρτζης Γρηγοράκης σε συνεργασία με Μαρία Βώττη, Βαγγέλης Μουρίκης

Παίζουν:  Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη, Θίο Αλεξάντερ, Θύτης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Παύλος Ιορδανόπουλος, Στέφανος Κουτσαρδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

Παραγωγή: Ελλάδα, Γαλλία – 2020

Διάρκεια: 1 ώρα 41 λεπτά

Το τελευταίο οχυρό της δασώδους περιοχής απέναντι στη λύσσα μιας βιομηχανικής μονάδας που τη θερίζει, είναι η παράγκα του Νικήτα (Βαγγέλης Μουρίκης). Γνωστός στους συγχωριανούς του για την αδιαπραγμάτευτη στάση του, δέχεται μετά από πολλά χρόνια την επίσκεψη ενός όχι και τόσο απρόσκλητου επισκέπτη: του γιού του Τζόνι. Αβέβαιος ο τελευταίος για τις διεκδικήσεις του πάνω στην περιουσία του πατέρα του, διεκδικεί το «θρόνο» του, αλλά ρευστοποιημένο σε χρήμα. Αργοί ρυθμοί, αυτοπεποίθηση στην αφήγηση, ευχέρεια στη δημιουργία εικόνων της επαρχιώτικης αισθητικής, μια εύκολα δοσμένη ταινία που το σύμπαν της διαθέτει γοητεία.

Ο κάματος της αγροτικής καθημερινότητας σε αντιπαράθεση με την αιμοβόρα και ακόρεστη εκμετάλλευση της φύσης από εταιρίες «τέρατα» σηματοδοτούν το κεντρικό δίπολο της πλοκής του «Digger». Δεν είναι το μόνο, όμως, καθώς σε αυτό προστίθεται και το δίπολο πατέρα-γιού που αλληγορικά εκφράζει την αέναη διαλεκτική διαμάχη συντήρησης-προόδου, όσο παρωχημένη και αντεστραμμένη και αν φαντάζει στα μάτια ενός συνειδητοποιημένου ανθρώπου. Μια σημαντική προϋπάρχουσα συνθήκη του «Digger» είναι η παραδοχή των δύο αντιμαχόμενων πλευρών περί της μη ύπαρξης ορίων ανάμεσα στο status quo και στην εξέλιξη. Η ισοπέδωση, τα ερείπια δεν μπορούν παρά να αποτελούν μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μια γέφυρα ίσως παρά ένα τείχος.

Μια ποιητική δικαιοσύνη διέπει τη σκέψη του Νικήτα, που από ένα σημείο και μετά τη μεταφέρει στον γιό του, μέσα από φράσεις που, χωρίς να αποφεύγουν την κλισέ υφή τους και την αποσπασματικότητά τους, δείχνουν την αιτία αλλά και τον τρόπο με το οποίο εναντιώνεται στο πυώδες απόστημα των πάσης φύσεως εκμεταλλευτών του δάσους. Εξάλλου, το δάσος ενδείκνυται για ανθρώπους που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν, και αυτό δεν είναι πάντα οπισθοδρομικό. Ο Νικήτας έχοντας το παρελθόν να τον βαραίνει, αντιστέκεται στην κτηνώδη λαιμαργία αγριμιών που προέρχονται από την κορωνίδα του ζωικού βασιλείου, τον άνθρωπο. Δεδομένης, βέβαια, της πρόθεσης του σκηνοθέτη να μιλήσει για θέματα οικολογικής συνείδησης σε συνδυασμό με τις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων, που θίγονται ομολογουμένως επιφανειακά, ίσως να ήταν προτιμότερο να αποφευχθούν άσκοπες και αμήχανες αναφορές σε νιτσεϊκά ρητά ή ακόμα και ευθέως διατυπωμένες και ως επί το πλείστον «παιδικές» αλήθειες, που όσο και αν εκφράζουν την πλειοψηφία των ανθρώπων, ο κινηματογράφος δεν είναι το πλέον δόκιμο μέσο για την εκφορά τους.

Το «Digger» είναι μια από τις πιο προσεγμένες φωτογραφικά ταινίες των τελευταίων ετών, και το κατόρθωμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν αναλογιστεί κανείς την πληθώρα των ταινιών που λαμβάνουν χώρα στη φύση τον τελευταίο καιρό. Δεν είναι πια εύκολο να εντυπωσιάσει μια ταινία με ανόψεις κλαριών στον σκοτεινιασμένο ουρανό, με ξέφωτα λουσμένα στο φως, με ομιχλώδεις παραισθητικές περιδιαβάσεις στο δάσος, με σκοτεινά νυχτερινά τοπία σημειακών φωτιστικών πηγών. Το «Digger» εντυπωσιάζει με την φωτογραφική του προσέγγιση (για την οποία υπεύθυνος είναι ο Διευθυντής Φωτογραφίας, Γιώργος Καρβέλας) αλλά ως ένα σημείο και με τη σκηνοθετική του. Αν η αφήγηση έρεε πιο ελεύθερα, και όχι με τόση αφοσίωση σε σεναριακές ρετσέτες με τονισμένα κρίσιμα σημεία, ζορισμένα εντυπωσιακές σκηνές και ευυπόληπτες κινηματογραφικές φιγούρες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, και αν η μουσική δεν κατέκλυζε το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, το «Digger» θα ήταν μια σπουδαία ταινία.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment