Σκηνοθεσία: Elem Klimov

Σενάριο: Ales Adamovich, Elem Klimov

Παίζουν: Aleksei Kravchenko, Olga Mironova

Παραγωγή: Σοβιετική Ένωση, 1985

Διάρκεια: 2 ώρες 22 λεπτά

Ο ήρωας-πρωταγωνιστής του Come and See διανύει μεγάλη απόσταση. O μικρός Φλιόρα φέρεται σαν μεγάλος, εκτός από το ξεκίνημα της ταινίας, όπου παίζει σκάβοντας και βρίσκοντας όπλα. Πολύ διαδεδομένο παιχνίδι εκείνο τον καιρό, ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο του, «Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο» εξηγεί πώς ο ίδιος έχασε τμήμα του δαχτύλου του, εξαιτίας των αναζητήσεων για σφαίρες και μπαρούτι, μαζί με συνομήλικους εφήβους, τον καιρό που μαζί με τους γονείς του είχαν ανέβει στο βουνό ως αντάρτες. Ο Φλιόρα παίζει με μεγάλη σοβαρότητα, αφού σκοπός του είναι με το όπλο που πιθανώς ανακαλύψει να καταταγεί και να πολεμήσει στον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Ένας γηραιός άνδρας τον επιπλήττει, καθώς μπορεί να φανταστεί ότι το κρυμμένο όπλο που βρίσκουν τα παιδιά θα προκαλέσει την αντίδραση ή εν πάση περιπτώσει την προσοχή των Γερμανών.

Είναι προφανέστατο ότι το εξαιρετικό φιλμ, Ο Γιός του Σαούλ του Λάζλο Νέμες πατάει ολόκληρο πάνω στο Come and See, και ιδιαιτέρως στη μοναδική και τόσο προσεκτική επιμέλεια στον ηχητικό σχεδιασμό. «Ο Γιός του Σαούλ» σε κινηματογραφική αίθουσα είναι εντελώς διαφορετική ταινία από την προβολή της σε μικρή οθόνη με αντίστοιχα μικρότερα συστήματα ήχου. Το ίδιο ισχύει και για την υποβλητική δουλειά στην ηχητική μπάντα στην ταινία του Klimov. Από τη στιγμή που ξεκινά η κάθοδος στην κόλαση για τον Φλιόρα και την σύντροφό του, Γκλάσα η ψυχεδελική ατμόσφαιρά της ηχητικής επένδυσης μένει για πάντα στο μυαλό του θεατή. Συγχρόνως, το οπτικό μέρος τής ταινίας, δοσμένο σε ένα στενό 1.37:1, άλλοτε υπονομεύει και άλλοτε συμφωνεί με την ηχητική κοσμογονία που προτείνει ο Klimov.

Αισθητική επιτήδευση, φετιχισμός της εικόνας, φωτογραφική ηδυπάθεια, ας ειπωθεί με οποιοδήποτε τρόπο: ο Klimov έχει δώσει μερικά αδιανόητα πλάνα, τα οποία δεν αφορούν μόνο την φωτογραφία, αφορούν την κινηματογραφική εικόνα εν γένει. Η ερμηνεία των ηθοποιών σε συνδυασμό με την επιλογή του φόντου, του φακού, της χρωματικής παλέτας, των ορίων της εικόνας εξαιτίας του στενού φορμά έχουν κάνει θαύματα εδώ. Είναι όμως και η σημασία της κάθε στιγμής, του κάθε βλέμματος που κρύβει τα μυστικά του στρατοπέδου και παράλληλα η φύση που τόσο όμορφη θέλει να αποτινάξει την ασχήμια των συμβαινόντων, μα δεν μπορεί. Αυτό έχει επιτύχει ο Klimov, και το κατόρθωμά του δεν είναι κάτι ανεξήγητο, αλλά πηγάζει από την τόλμη του, τη θέλησή του να πει την ιστορία όπως εκείνος νομίζει, έστω και αν ο θεατής δυσφορήσει. Και θα δυσφορήσει ο θεατής που δεν καταλαβαίνει ότι ο κινηματογράφος στηρίζεται στο πώς λέγεται μια ιστορία και όχι στο ποια ιστορία είναι αυτή.

Έχει, όμως, και κάποια πολύ σπουδαία σημεία σε επίπεδο storytelling η ταινία, όπως όταν ο σχεδόν ολοκληρωτικά καμένος και ετοιμοθάνατος ηλικιωμένος, που προειδοποιούσε τον Φλιόρα στο ξεκίνημα, τον συναντά στο μέσο της ταινίας για να του ρίξει την ενοχή για το κακό που έγινε σε όλο το χωριό. Εκεί, με μιας ο Φλιόρα φτάνει σε ηλικία τον γέροντα, ο χρόνος περνά τρέχοντας μετά από αυτό για εκείνον. Φάντασμα στη συνέχεια, το μικρό και ζωντανό αγόρι του ξεκινήματος της ιστορίας, απλώς περιφέρεται στα δάση της Λευκορωσίας, νομίζοντας ότι θα πολεμήσει. Και έχει χτίσει ο Klimov και κάποιες ανατριχιαστικές – δυστυχώς αληθινές ιστορικά – σκηνές, όπως εκείνη στην εκκλησία, όταν οι Ναζί μαζεύουν τους κατοίκους του χωριού και ένας από αυτούς, λέει μια προτροπή-γρίφο: «Αφήστε τα παιδιά μέσα και μπορείτε να βγείτε.» Είναι γρίφος στο βαθμό που είναι αδιανόητο το πόσο κοντά μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στο τέρας.

Η μεγάλη γοητεία της ταινίας είναι η σχεδόν αδιόρατη, όμως σαγηνευτική όταν εντοπιστεί, μίξη φανταστικού και πραγματικού. Η γοητεία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν αποδίδεται μέσα από υποκειμενικά και ψευδοϋποκειμενικά πλάνα, πολλές φορές καμουφλαρισμένα ως αντικειμενικά. Ξεκινά, δηλαδή, ο σκηνοθέτης να βλέπει κάτι, έως τη στιγμή που ο θεατής καταλαβαίνει ότι είναι ο ήρωας που το βλέπει. Και είναι αυτή η συνεχής κίνηση της κάμερας, που δίνει ως αποτέλεσμα μοναδικά μονόπλανα, και που δίνει τη δυνατότητα στον Klimov να συνδυάσει τους τρόπους του βλέπειν. Τι σπουδαία τέχνη ο κινηματογράφος! Ακόμα και αν, όπως εδώ, δεν είναι όλα τέλεια. Το τέλος της ταινίας με την σεκάνς μοντάζ που εξηγεί τον αρχικό τίτλο που είχε στο μυαλό του ο Klimov, «Killing Hitler», μοιάζει να απευθύνεται σε παιδιά μέσα στην αφέλειά της. Όμως, τι σημασία έχει, όταν προηγούνται όλα τα συγκλονιστικά σε επίπεδο πλοκής, δραματουργίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, ήχου…

Τα οποία συνεισφέρουν στο επίτευγμα του Elem Klimov να δημιουργήσει μια αντιπολεμική, καταγγελτική, σκληρή ταινία, που με έναν τρόπο συναντά την τονικότητα του ποιητικού, μυστικιστικού κινηματογράφου του Ταρκόφσκι.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment