Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι

Σενάριο: Αμπάς Κιαροστάμι

Παίζουν: Χοσεΐν Σαμπζιάν, Αμπάς Κιαροστάμι, Μοχσέν Μαχμαλμπάφ

Παραγωγή: Ιράν, 1990

Διάρκεια: 1 ώρα 38 λεπτά

Ο Χοσεΐν Σαμπζιάν αποφασίζει να παραστήσει τον Ιρανό σκηνοθέτη Μοχσέν Μαχμαλμπάφ («Ο Ποδηλάτης» (1987), «A Moment of Innocence» (1996) κλπ.) σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο Αμπάς Κιαροστάμι ασχολείται με τη δίκη του Σαμπζιάν και αναπλάθει την υπόθεσή του με έναν τρόπο μοναδικό. Επιλέγει ως ηθοποιούς τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή και εντάσσει στη δραματουργία αποσπάσματα από τη δίκη, τραβηγμένα σε φιλμ 16mm. Ο Κιαροστάμι επεμβαίνει στη δίκη, κάνει τις δικές του ερωτήσεις, εντοπίζει πρόσωπα και αλήθειες σε close-up.

Η ειδολογική κουβέντα δεν μπορεί να λάβει χώρα σε μία ταινία όπως αυτή. Η σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στον Κιαροστάμι και το κοινό σπάει και δεν μπορούμε να εντάξουμε το «Close-up» σε κανένα κινηματογραφικό είδος. Θα μπορούσε να είναι ντοκιμαντέρ, όμως δεν είναι, καθώς ο Κιαροστάμι δεν μας παρουσιάζει την πραγματικότητα – ή τουλάχιστον την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας – που μόνο ως μαρμαρυγή συνοδεύει την οπτική του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από την κάμερα. Το «Close-up» και η ματιά του Κιαροστάμι δεν έχουν καμία σχέση με την τεκμηρίωση αλλά και με το ντοκιμαντέρ εν γένει. Η γοητεία του κινηματογράφου του στηρίζεται, άλλωστε, και στην πλήρη απουσία διδακτισμού, ακόμα και σε στιγμές που ο διψασμένος για μάθημα θεατής τεντώνει τις κεραίες του και ετοιμάζεται.

Ύστερα από ένα μεγάλο απόσπασμα από τη δίκη του Σαμπζιάν, ο Κιαροστάμι κόβει σε έναν χρόνο, που από την μέχρι τότε εξέλιξη των μαρτυριών στο δικαστήριο, συμπεραίνει κανείς ότι ίσως να πρόκειται για μέλλοντα σε σχέση με τη δίκη. Η σκηνή είναι γυρισμένη μετά τη δίκη, όμως ασχολείται με την εξέλιξη των γεγονότων τη μέρα της αποκάλυψης. Πρόκειται για ένα τέχνασμα που προκαλεί την αίσθηση της έκπληξης, καθώς ο θεατής θα βιώσει για τρίτη φορά τη στιγμή της σύλληψης (η πρώτη ήταν στο ξεκίνημα της ταινίας, όταν ο δημοσιογράφος μαζί με τους αστυνομικούς μπαίνουν στο σπίτι και συλλαμβάνουν τον Σαμπζιάν ενώ η κάμερα μένει με τον οδηγό, η δεύτερη λίγο αργότερα όταν ένας από τους αστυνομικούς περιγράφει στον Κιαροστάμι τι έγινε εκείνη τη στιγμή). Υπάρχει, λοιπόν, στην ταινία ένα εκ των υστέρων εναλλασσόμενο μοντάζ, έτσι όπως ο Κιαροστάμι συμπληρώνει τις ψηφίδες χρόνου των γεγονότων, όμως με ένα τρόπο χαλαρό και ταυτοχρόνως συνεπή, που μοιάζει με τις ρίμες σε ένα σπουδαίο ποίημα. Πέρα από την επανάληψη, ο τονισμός της δυσάρεστης εμπειρίας του Σαμπζιάν υπογραμμίζεται με ένα ανατριχιαστικό τράβελινγκ, αφού έχουν προηγηθεί υποκειμενικά πλάνα του, λουσμένα με ένα μελαγχολικό λευκό φως, και συνοδευόμενα από κρωξίματα κορακιού. Φανερή σκηνοθετική αντίθεση με την υπόλοιπη ταινία.

Η απολογία του Σαμπζιάν ξεκαθαρίζει τα πράγματα σε σχέση με τον χαρακτήρα του. Ο φτωχοδιάβολος που δεν έχει πώς να θρέψει το παιδί του και τον εαυτό του είναι η μία πλευρά, η άλλη είναι η διαλεκτική αντιμετώπιση των καταστάσεων που παρουσιάζονται σε έναν άνθρωπο ο οποίος πίστεψε βαθιά ότι είναι ο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Ο Σαμπζιάν ξέρει ότι είναι αθώος και γι’ αυτό είναι έτοιμος να δηλώσει ένοχος. Ένας κολασμένος που γνωρίζει ότι οι ηθικοί αυτουργοί που υποκινούν τις μικροαπατεωνιές (αλλά και τις μεγαλύτερες) είναι έτοιμοι να σταυρώσουν εκείνον που θα δραπετεύσει από τα όρια. Ο Σαμπζιάν ρεμβάζει νοσταλγικά και για ένα μέρος της ανθρωπότητας γίνεται ο ήρωάς της.

Ο Κιαροστάμι λίγο πριν κινηματογραφήσει τον Σαμπζιάν στη δίκη του τον ενημερώνει ότι η μία από τις κάμερες έχει φακό για close-up (γκρο πλαν). Με μια τέτοια κινηματογραφική ηθική έχουμε να κάνουμε. Συμπέρασμα: το «Close-up» είναι ο κινηματογράφος, με την έννοια ότι κάθε τέχνη πορεύεται στους αιώνες μέσα από τις κορυφώσεις της.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment