Ο δημιουργός των Sans Soleil, La Jetée και A Grin Without a Cat, ο κατά πολλούς εισηγητής του κινηματογραφικού δοκιμίου γεννήθηκε (μάλλον) στις 29 Ιουλίου 1921 στα προάστια του Παρισιού και πέθανε (σίγουρα) στις 29 Ιουλίου 2012 στο Παρίσι. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια αποτελούν ένα μυστήριο καθώς και ο ίδιος ήταν ιδιαιτέρως μυστικοπαθής. Ελάχιστες φωτογραφίες (όταν του ζητούσαν μια φωτογραφία του, έδινε εκείνη κάποιας γάτας που ήταν το αγαπημένο του ζώο), σπάνιες συνεντεύξεις, αντικρουόμενες πληροφορίες για τη ζωή του συνθέτουν το πορτραίτο του γοητευτικού Κριστιάν Φρανσουά Μπους-Βιλνέβ κατά κόσμον Κρις Μαρκέρ.
Το Ουλάν Μπατόρ ή στα μογγολικά Ουλαανμπαατάρ είναι η πρωτεύουσα της Μογγολίας και το μέρος όπου επέλεξε ο Μαρκέρ να τοποθετήσει τη γέννησή του, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια αντίθεση ανάμεσα στο έργο του ως ντοκιμαντερίστας και την τάση του να θολώνει το τοπίο σχετικά με το παρελθόν του. Όμως ο Μαρκέρ δεν ήταν ένας ντοκιμαντερίστας. Εξάλλου το παρεξηγημένο είδος του ντοκιμαντέρ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του και το οποίο πρόκειται για ρεπορτάζ. Ο Μαρκέρ ήταν ένας πρωτοπόρος που χρησιμοποίησε τα εκφραστικά μέσα του κινηματογράφου όπως λίγοι στην ιστορία του. Είναι κρίμα να βλέπει κανείς το αριστούργημα Sans Soleil και να το αντιμετωπίζει ως μία ακόμα πηγή πληροφόρησης για τη μεταπολεμική Ιαπωνία και τα συμπλέγματά της και όχι ως ένα έργο τέχνης όπου το κάδρο, ο ήχος και το μοντάζ του εμπλέκονται αρμονικά ώστε το θέμα να αναδειχτεί και να εξυψωθεί.
Το πρώτο κινηματογραφικό δοκίμιο του Κρις Μαρκέρ είναι η ταινία Lettre de Sibérie (1957). Πυκνός λόγος, ευρυγώνιος φακός, απεριόριστο βάθος πεδίου. Χρήση κινουμένων σχεδίων και αδίστακτο μοντάζ φανερώνουν έναν δημιουργό χωρίς νευρώσεις, χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις και σε πολλά σημεία με χιούμορ. “Επειδή κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσει μια αρκούδα (ακόμα και ήμερη) προς την κάμερα, μάς προσφέρθηκε προστασία από έναν ένοπλο αστυνόμο. Όμως, επειδή φοβόμαστε περισσότερο τους ένοπλους αστυνόμους από τις αρκούδες αρνηθήκαμε ευγενικά”, λέει ο Κρις Μαρκέρ μέσα από τη φωνή του αφηγητή Georges Rouquier. Σε άλλο σημείο ο δημιουργός πειραματίζεται επαναλαμβάνοντας την ίδια σεκάνς τρείς φορές με αλλαγή κάθε φορά στη μουσική επένδυση και στα λόγια και το ύφος του αφηγητή.
Ο Μαρκέρ, μαζί με τον Αλέν Ρενέ και την Ανιές Βαρντά ανήκουν στους σκηνοθέτες της Αριστερής Όχθης που έδρασαν ταυτόχρονα με αυτούς του Γαλλικού Νέου Κύματος. Οι δύο πρώτοι μαζί με τον Ghislain Cloquet μάς έδωσαν το Les statues meurent aussi (1953), ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους σχετικά με το γεγονός ότι η αφρικανική τέχνη φιλοξενείται στο Ανθρωπολογικό Μουσείο, ενώ η αρχαιοελληνική ή η αιγυπτιακή τέχνη στο Μουσείο του Λούβρου. Βρισκόμαστε στα πρώιμα στάδια της αποαποικιοποίησης και το ντοκιμαντέρ αυτό καταδεικνύει όχι μόνο την απαξίωση της αφρικανικής τέχνης από τους δυτικούς αλλά και τον καταστροφική επίδρασή τους στην άγνωστη αυτή κουλτούρα. Το ντοκιμαντέρ είναι ένα παιχνίδι με τις υφές, τα χρώματα και την απόσταση μέσω του οποίου αποκαλύπτεται ο ευτελισμός τής αφρικανικής τέχνης. “Όλα ενώνονται εναντίον της αφρικανικής τέχνης. Ευρισκόμενη ανάμεσα στο Ισλάμ, εχθρό των εικόνων, και τον Χριστιανισμό, ο οποίος καίει είδωλα, η αφρικανική τέχνη καταρρέει”. Η προβληματική του Μαρκέρ και του Ρενέ συνεχίζει ακόμα πιο πέρα αφού στο επίκεντρο βρίσκεται η κουλτούρα εν γένει: ” Όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, μπαίνουν στην ιστορία. Όταν πεθαίνουν τα αγάλματα μπαίνουν στην τέχνη. Αυτή η φυτοβιολογία του θανάτου είναι αυτό που αποκαλούμε κουλτούρα”.
1962. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει με κάποια καταστροφή που αναγκάζει τους επιζώντες να συνεχίσουν τη ζωή τους υπογείως. Οι επιστήμονες προσπαθούν να επαναφέρουν την κατάσταση που επικρατούσε πριν τον πόλεμο μέσω ταξιδιού στον χρόνο. Όμως λίγοι είναι αυτοί που αντέχουν ένα τέτοιο ταξίδι. Ένας κρατούμενος είναι το πειραματόζωο και το κλειδί για το παρελθόν είναι μια έμμονη αλλά θολή εικόνα από τα παιδικά του χρόνια: Μια γυναίκα στην πλατφόρμα του αεροδρομίου Ορλί και μετά ένας άνδρας νεκρός. Καταφέρνει, διωκόμενος από τους δεσμοφύλακές του, να “δραπετεύσει” στο παρελθόν και να έρθει κοντά στη γυναίκα και στο συμβάν που τον είχε σημαδέψει. Και εδώ: “Οι νικητές ήταν φύλακες μιας αυτοκρατορίας αρουραίων”. Όλη η ταινία είναι μια σειρά από στατικές φωτογραφίες. Η πλοκή είναι αυτή του La Jetée στην οποία βασίστηκε η ταινία Δώδεκα Πίθηκοι του Τέρι Γκίλιαμ.
To Sans Soleil είναι το έργο που συμπυκνώνει τη δημιουργία του Κρις Μαρκέρ. Εικόνες από την Ιαπωνία, των ανθρώπων που μένουν εκεί, που μετακινούνται, που ονειρεύονται συλλογικά. Οι ράγες των τραίνων και τα καλώδια – οι φλέβες του Τόκιο. Εμπορικά κέντρα που εξαπλώνονται υπογείως. Πρόσωπα ιαπώνων μέσα σε ένα φέρι, και μια φωνή που λέει: “Μικρά θραύσματα πολέμου ενταγμένα στην καθημερινότητα”. Ο Μαρκέρ στοχάζεται χρησιμοποιώντας σαν συνδετικά στοιχεία της σκέψης του, τη φευγαλέα ποιητική υφή και τη ζωτική δύναμη των ανθρώπων, των χωρών και των πραγμάτων που βλέπει.
Ο Κρίς Μαρκερ συνεργάστηκε με τον Γκοντάρ και τον Ρενέ κατά τη διάρκεια του Μάη του ’68 στη δημιουργία και τη διανομή των cinétracts, σύντομων φιλμ 16 χιλιοστών που προορίζονταν για τους εργάτες και τους σπουδαστές. Το 1967 μαζί με τον Γκοντάρ και πάλι αλλά και τη Βαρντά, τον Ρενέ, τον Γουίλιαμ Κλάιν, τον Κλοντ Λελούς και τον Γιόρις Ίβενς μας δίνει το “Loin du Vietnam“, μια ταινία ορόσημο καθώς σηματοδοτεί τόσο την απομάκρυνση του Γαλλικού Νέου Κύματος και των σκηνοθετών της Αριστερής Όχθης από την προβληματική και το ύφος της περιόδου της ακμής τους, όσο και μια περίοδο κατά την οποία ο Κρις Μαρκέρ συνεργάζεται με έναν η περισσότερους συναδέλφους του (στο À bientôt, j’espère του 1968 με τον Mario Marret και στο La Sixième Face du Pentagone επίσης του 1968 με τον François Reichenbach). Αυτή την περίοδο ο Μαρκέρ ιδρύει και την κινηματογραφική κολεκτίβα SLON (Société pour le lancement des oeuvres nouvelles) που είχε ως στόχο την παραγωγή ταινιών και την ενθάρρυνση βιομηχανικών εργατών να δημιουργήσουν τις δικές τους κινηματογραφικές κολεκτίβες.
Ο Μαρκέρ υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής της αλματώδους τεχνολογικής εξέλιξης του τέλους του 20ου αιώνα. Βέβαια, στο Sans Soleil, η δουλειά που έχει κάνει με τον ήχο, φανερώνοντας ίσως μια εφιαλτική οπτική στην ιδιαίτερη ροπή των ιαπώνων προς τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Όμως, υπήρξε ένας πληθωρικός δημιουργός για τον οποίον οι αντιφάσεις ήταν κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτες.
Ανδρέας Άννινος