Σκηνοθεσία: Ρομέν Γαβράς
Σενάριο: Ρομέν Γαβράς, Λατζ Λι, Ελάιας Μπελκεντάρ
Παίζουν: Νταλί Μπενσαλά, Σαμί Σλιμάν, Αντονι Μπαζόν, Ουασινί Εμπαρέκ, Αλέξις Μανεντί
Παραγωγή: Γαλλία, 2022
Διάρκεια: 1 ώρα 39 λεπτά
Τι ωραία γράφουν στον φακό τα βεγγαλικά!
Η δολοφονία του Ιντίρ, ενός 12χρονου παιδιού, πυροδοτεί την πλοκή του Athena. Οι τρείς του αδελφοί γίνονται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς διαχειρίζονται την κατάσταση με διάφορους τρόπους. Και οι τρείς προέρχονται από τo Athena, ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών, που επαναστατεί ρίχνοντας στις φλόγες το αστυνομικό μέγαρο και μεταφέροντας τις ταραχές και στο προάστιο. Αυτό που ζητούν οι εξεγερμένοι είναι τα ονόματα των ενόχων, που όπως φαίνεται προέρχονται από τον χώρο της αστυνομίας. Ή μήπως όχι;
Η ταινία ξεκινά in medias res, αφού η δολοφονία του Ιντίρ έχει διαπραχθεί και ο αδερφός του, Αμπντέλ, στρατιωτικός και έτσι πειθαρχημένος και ψύχραιμος έχει μόλις ενημερωθεί για τις έρευνες που πραγματοποιούνται και για τη δικαιοσύνη που μένει να αποδοθεί. Μετά τις δηλώσεις του στα ΜΜΕ ξεκινούν επεισόδια με πρωταίτιο και καθοδηγητή τον έτερο αδελφό, Καρίμ. Υπερεπαναστάτης, παρορμητικός και με ηγετικές διαθέσεις, καθοδηγεί τους ομόσταυλούς του, τραβώντας τα πράγματα στα άκρα. Προς τι όλο αυτό εφόσον ο αδερφός μας δολοφονήθηκε, τον ρωτά ο στρατιωτικός. Μα, ακριβώς γι’ αυτό απαντά ο Καρίμ, ενώ ο τρίτος αδελφός, ονόματι Μοκτάρ, κάνει το ίδιο επάγγελμα με τον Αμπντέλ, όμως χωρίς στολή: είναι γκάγκστερ.
Το σκηνικό που στήνεται είναι αδιέξοδο. Η πλοκή είναι στοιχειώδης, τα μονοπλάνα είναι επιτηδευμένα και αφήνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για αυτοτελή βιντεοκλίπ αλήτικης αισθητικής. Ωστόσο, θα ήταν άδικο αν δεν αναγνωρίζαμε την ικανότητα του Γαβρά να σετάρει άρτια τις σκηνές του, να καθοδηγεί τους πολυάριθμους ηθοποιούς και extras, να χορογραφεί περίπλοκα πλάνα. Όσον αφορά την σκηνοθετική δεξιοτεχνία, φαίνονται προοπτικές, τίποτα όμως που δεν έχει ξαναδεί ο κινηματογράφος. Αλίμονο αν το βασικό κριτήριο αξιολόγησης μιας ταινίας ήταν οι δεξιοτεχνικές ικανότητες του σκηνοθέτη ή η άρτια φωτογραφία και το περίτεχνο camerawork. Τότε, θα αρκούσε να ξέρουμε το budget κάθε ταινίας και η συζήτηση θα τελείωνε εκεί. Εδώ, πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο ο καλλιτέχνης επικοινωνεί τη σκέψη του, ο χαρακτήρας της ίδιας της σκέψης του, η πληθώρα των μέσων που χρησιμοποιεί, η ιδεολογία που αποδεσμεύεται, η συνολική αρμονία του εγχειρήματος.
Προφανώς, δεν χρειάζονται όλα τα παραπάνω για να καταστεί μια ταινία καλή. Όσο λιγότερο περίπλοκο είναι ένα έργο, τόσο πιο αποδοτικά πρέπει να είναι τα επιμέρους συστατικά του. Εν προκειμένω, ο Γαβράς χρησιμοποιεί μονοπλάνα, που όμως δεν είναι προσανατολισμένα στην αλήθεια του εγχειρήματος, αλλά στην καλλιέπεια της εικόνας, με την έννοια ότι ένας άνθρωπος που μεταφέρεται κάμποσα μέτρα μακριά επειδή θεωρείται επικίνδυνος, και καταλήγει να κάθεται στον ερημωμένο παιδικό σταθμό, για τον Γαβρά αποτελεί μια αντιθετική εικόνα – σαν να βάζεις κόκκινο σε πράσινο πλαίσιο – που πρέπει να τονιστεί με κίνηση της κάμερας προς τα πίσω: ιδού το θέμα μας, ένας άνθρωπος ψυχολογικά ανισόρροπος μέσα στον παιδικό σταθμό. Αυτό, όμως, είναι αισθητικοποίηση της εικόνας και είναι άγνωστο το κατά πόσο ταιριάζει με αυτό που προσπαθεί να κάνει εδώ ο σκηνοθέτης. Η μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα του είναι χαρακτηριστική, και κατά περίπτωση προκαλεί αμφίβολα αποτελέσματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι extras, παραδομένοι στα μεγάλα μονοπλάνα εξαντλούν τις υποκριτικές τους ικανότητες, καταλήγοντας να είναι αδύναμα μέρη του πλάνου. Αλλά και αυτά καθαυτά τα μονοπλάνα δεν είναι ότι ασχολούνται με κάτι παραπάνω από τη δράση, γεγονός που τα μετουσιώνει σε μια σκηνοθετική επιλογή που έχει να κάνει με την αισθητική του σκηνοθέτη και όχι με κάποια θεωρητική προσέγγιση του πλαν-σεκάνς.
Η σκηνοθετική αμετροέπεια κάνει το τέλειο ζευγάρι με την ιδεολογική ένδεια. Η ταινία χονδρικά πραγματεύεται την ταυτότητα των δραστών του εγκλήματος. Ενώ, λοιπόν, ξεκινά με ειδήσεις σχετικά με ακόμα ένα περιστατικό αστυνομικής βίας, σταδιακά αυτή η αίσθηση ξεφτίζει, το δίλημμα μπάτσος ή ακροδεξιός – μπορεί και να συμπίπτουν στην πραγματικότητα (!) – αποκτά μια ισορροπία, και τελικά κανείς δεν ξέρει τίποτα. Όλοι, όμως, μπορούν να καταλάβουν τα δύο στρατόπεδα που μάχονται: οι κρετίνοι που μόνο ως αφορμή χρησιμοποιούν τη δολοφονία του παιδιού από τη μία, τα με αγαθές προθέσεις όργανα της τάξης από την άλλη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ταινία κλείνει ακόμα χειρότερα. Χωρίς καμία πρόθεση να αποκαλυφθεί το τέλος της, πρέπει να ειπωθεί ότι πρόκειται για ένα από τα πιο χυδαία πλάνα της κινηματογραφικής ιστορίας, ένα οπτικό exposition επιπέδου εφηβικού κινηματογράφου, μια εκτός τόπου και χρόνου απάντηση στο δίλημμα που δημιουργεί, που εν τέλει αποτελεί τη φυσιολογική κατάληξη μιας επιδερμικής, απαίδευτης προσέγγισης ενός σοβαρού θέματος.
Ανδρέας Άννινος