Σκηνοθεσία: Justine Triet
Σενάριο: Justine Triet, Arthur Harari
Παίζουν: Sandra Hüller, Swann Arlaud, Milo Machado Graner
Παραγωγή: Γαλλία – 2023
Διάρκεια: 2 ώρες 31 λεπτά
Η αληθινή πραγματικότητα
Τζελαλαντίν Ρουμί
Γι’ αυτή καμία δεν υπάρχει
ακαδημαϊκή απόδειξη στον κόσμο.
Γιατί είναι κρυμμένη, κρυμμένη, κρυμμένη.
Η Σάντρα (Sandra Hüller) κατηγορείται ως δολοφόνος του άνδρα της Σαμουέλ (Samuel Theis). Η μοιραία πτώση του στο απομονωμένο σαλέ τους την καθιστά μοναδική ύποπτη, λόγω τριών κηλίδων αίματος που ο αναλυτής διασποράς αδυνατεί να ερμηνεύσει διαφορετικά, βάζοντας σε δεύτερο πλάνο την αυτοκτονία. Μέσα από τη διαδικασία της δίκης, έρχονται στην επιφάνεια οι προσωπικές στιγμές του ζευγαριού, η δύσκολη συνύπαρξή τους, καθώς και η προσπάθειά τους να διαχειριστούν το ατύχημα του γιού τους Ντανιέλ (Milo Machado Graner).
Η Ανατομία μίας Πτώσης είναι μια προσεκτικά δομημένη ταινία, που φαίνεται ότι η δημιουργός της αγάπησε πολύ. Δεν εξηγείται διαφορετικά η επιμονή στη λεπτομέρεια, η σημαίνουσα διαδοχή των πλάνων, το σκύψιμο πάνω από τους χαρακτήρες, και ακόμα οι στιγμές που ηθελημένα την καθιστούν επιμελώς ατημέλητη. Δεν είναι λίγες οι φορές που το πλάνο περιέχει ό,τι συνήθως κόβεται στο μοντάζ, δηλαδή ό,τι προηγείται της χρήσιμης λήψης ή ό,τι έπεται αυτής, η ουρά της ή ακόμα και απότομες διορθώσεις της κάμερας. Συστηματικά αυτό γίνεται στη δίκη, δίνοντας έναν αέρα σινεμά παρατήρησης, αλλά εντοπίζεται και καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ωθώντας τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του και να στοχαστεί πάνω στα γεγονότα που παρατίθενται. Όπως ο Μίκαελ Χάνεκε έχει μια τάση να παρατείνει τα πλάνα του, όχι τόσο δημιουργώντας πλαν σεκάνς, αλλά κάνοντάς τα να αναπνέουν, σαν να προσπαθεί ακόμα και ο ίδιος να συνέλθει απ’ το σοκ, έτσι και η Triet πλάθει μια χρονικότητα διεσταλμένη, η οποία μάλιστα πολλές φορές περιλαμβάνει διαφόρων ειδών σκηνές από το παρελθόν. Flash backs χωρίς σημείο αγκίστρωσης του θεατή, παρόμοιο flashforward στη σκηνή με τον Ντάνιελ, όταν επισκέπτεται τη σοφίτα για να πάρει την τελική του απόφαση σχετικά με την ενοχή ή αθωότητα της μητέρα του, ακόμα και αμφισβητούμενο ως προς την ύπαρξή του flashback, όπου η αφήγηση του Ντάνιελ «μπαίνει» στο στόμα του πατέρα του.
Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πλάσει τον χρόνο σύμφωνα με τις ανάγκες έκφρασής της η Triet, μα το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο. Έχει δική του οντότητα από την πρώτη σεκάνς (από τις πιο στιβαρές που έχουμε υπόψιν), μιας και με τον τρόπο με τον οποίο τον παρουσιάζει, μοιάζει αφύλαχτος και ταυτοχρόνως ένοχος για την κατάληξη του Σαμουέλ. Λίγα δευτερόλεπτα μετά την πτώση του κόβει σε μια σειρά πλάνων από το εσωτερικό του σαλέ, σαν να αναζητά κάποιον ένοχο, όμως ελλείψει άλλου μετατρέπεται ο ίδιος ο χώρος σε υπαίτιο. Οι μισάνοιχτες πόρτες, πίσω από τις οποίες κινηματογραφεί συχνά, υποδηλώνουν κάτι σε ένα άλλο επίπεδο, πέρα από το προφανές. Επιπλέον, οι επισκευές που επέλεξε να πραγματοποιήσει ο Σαμουέλ στο σαλέ, παραμερίζοντας την καθηγητική του καριέρα τον οδήγησαν σε μια νέα αποξένωση από την οικογένειά του και στο κλείσιμο στον εαυτό του. Η ανατομία μίας πτώσης γίνεται ανατομία του χρόνου και του χώρου, περιλαμβάνοντας και τις κινηματογραφικές συνιστώσες τους.
Αν σταματούσε εδώ η Triet, θα μας έδινε ήδη μια καλή ταινία. Συνεχίζει όμως, παραδίδοντας ένα σεμινάριο πάνω στην αλήθεια, την πραγματικότητα, τις προβολές που γίνονται από όλους πάνω σε όλους, ξεφεύγοντας τελείως από την κατηγορία (και με τις δύο έννοιες) του δικαστικού δράματος. Ίσως να είναι υπερβολή, όμως ο τρόπος με τον οποίο βουτά στην ψηλάφηση της υπόθεσης θυμίζει το «Blow Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Η δυσπιστία ακόμα και της ίδιας της σκηνοθέτριας υφίσταται αλλά δεν είναι κυρίαρχη, διότι – εκτός των άλλων – η ταινία ξεδιπλώνει μια βεντάλια από θέματα, ισορροπώντας την δεσπόζουσα φόρμα της με το ισχυρό περιεχόμενο: Από την επιβολή, τις παραχωρήσεις και τις υποχωρήσεις στο πλαίσιο του οίκου, την υποκρισία, την ψευδαίσθηση της γνώσης, την κακοποίηση των παιδιών από τις κρατικές δομές και την εύκολη κριτική στο πλαίσιο του δήμου, έως την τελική διαπίστωση μέσω ενός εκπληκτικού ευρήματος. Όλοι μιλάμε διαφορετική γλώσσα σε αυτή την εποχή που βλέπουμε τόσα πολλά και έχουμε την ψευδή αίσθηση της γνώσης που γεννά η υπερπληροφόρηση. Εξ’ ου και η σημασία που δίνεται στη διαφορά της μητρικής γλώσσας στα πρόσωπα του δράματος, όπως και στην επιλογή της γλώσσας με την οποία θα συνεννοηθούν. Άπειρη η γοητεία της ταινίας αυτής.
Ανδρέας Άννινος