Σκηνοθεσία: Βαλντιμάρ Γιόχανσον
Σενάριο: Βαλντιμάρ Γιόχανσον, Σγιόν
Παίζουν: Νούμι Ραπάς, Χίλμιρ Σνερ Γκούντνασον, Μπιόρν Χλίνουρ Χάραλντσον
Παραγωγή: Ισλανδία – Σουηδία – Πολωνία, 2021
Διάρκεια: 1 ώρα 46 λεπτά
Ένα Κάποιο Βλέμμα. Φεστιβάλ Καννών 2021.
Ένα ζευγάρι ζει απομονωμένο σε μια φάρμα στην ισλανδική ενδοχώρα. Βυθισμένοι στο πένθος τους, η Μαρία και ο Ίνγκβαρ βρίσκουν παρηγοριά στον ερχομό ενός παράξενου νεογέννητου αρνιού. Δοξασίες, βουκολική μυθολογία, φαντασία και γραφικότητα συνιστούν τα κυρίαρχα στοιχεία της αλλόκοτης ιστορίας αυτής της ταινίας, ένας εκ των εκτελεστικών παραγωγών της οποίας είναι ο Μπέλα Ταρ.
Μαύρη οθόνη, λευκά γράμματα, παραγωγοί, τίτλος ταινίας με ωραία γραμματοσειρά. Κόψιμο σε: λευκή οθόνη. Χιονοθύελλα, η κάμερα κινείται αργά προς ένα κοπάδι αλόγων. Πρόκειται για ένα δυσοίωνο υποκειμενικό πλάνο, που συμπληρώνεται από την τρομαγμένη αντίδραση των ζώων. Μακρινό πλάνο της φάρμας, εδώ θα εκτυλιχθεί το δράμα. Σε τι συνίσταται αυτό; Το ζευγάρι σοκαρισμένο από την απώλεια της μικρής τους κόρης βιώνει μια παράξενη φυσική παρέκκλιση, την στιγμή που βοηθούν να γεννηθεί ένα αρνάκι αρκετά διαφορετικό από τα άλλα. Απώλεια και διαφορετικότητα λοιπόν, να που θα κινηθεί ο θεματικός άξονας της ταινίας.
Τα δύο αυτά θέματα θα εξυπηρετηθούν από το αφηγηματικό μέσο της έλλειψης, πολύ έντονο στον Αμνό, σε σημείο να δημιουργεί ένα ονειρικό κλίμα, σαν να μην εξηγείται τίποτα και σαν να μην ενδιαφέρει και κανέναν. Αυτή η υπερβολή οδηγεί σε άσχημα αποτελέσματα, από τη στιγμή μάλιστα που όλο το σενάριο στηρίζεται σε ένα εύρημα, που τη στιγμή που αποκαλύπτεται παύει έως έναν βαθμό και το όποιο ενδιαφέρον του θεατή. Για να έχει συνέχεια μια σεναριακή συνθήκη όπως αυτή του Αμνού, θα πρέπει το περιεχόμενο της ταινίας να μην εξαντλείται στην αποκάλυψη της συνθήκης αυτής. Εξάλλου, το να θίγεται η διαφορετικότητα με έναν τρόπο τόσο ευθύ ή και αφελή οδηγεί σε αποτελέσματα καθόλου πειστικά και κάποιες φορές αντιαισθητικά.

Το παραμύθι έχει εισαγωγή και τρία κεφάλαια. Στην εισαγωγή τα αναμενόμενα πλάνα εδραίωσης διέπονται από μια καθόλου αναμενόμενη ομορφιά, μια προοικονομία του πιο δυνατού στοιχείου της ταινίας: της διεύθυνσης φωτογραφίας. Είναι πράγματι εκπληκτικός ο τρόπος που αποδίδονται οι μισοσκότεινοι ισλανδικοί λόφοι, τα σκληρά πρόσωπα, οι λεπτομέρειες της φάρμας, η τρόμος και η σιωπή των αμνών. Αργότερα στην ταινία υπάρχει μια μερική ανατροπή του κραυγαλέου προτερήματός της, καθώς ό,τι ήταν μια έξοχα δοσμένη ισλανδική ύπαιθρος, σκοτεινιασμένη από υπερφυσικές δυνάμεις, καταλήγει μια κωμικά μεταλλαγμένη θέα, μετά την αποκάλυψη του κλειδιού που ξεκλειδώνει (καλύτερα: κλειδώνει) την όλη υπόθεση. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο εξωτερικός παράγοντας εισάγεται στην ταινία: ο αδερφός του Ίνγκβαρ, Πιέτουρ, κυριολεκτικά από το πουθενά (κακώς εννοούμενη ελλειπτική αφήγηση) έρχεται στη φάρμα και βίαια διατυπώνει τις πεζές ενστάσεις του σχετικά με την αβέβαιη φύση του εν λόγω αρνιού. Εντελώς στερεοτυπικά γίνονται οι καλύτεροι φίλοι, ενώ εντελώς προβλέψιμα ο σκηνοθέτης κάνει επίκληση στο συναίσθημα, καθώς ένα ανυπεράσπιστο ον είναι πάντα συμπαθές, μέσω όμως του μη ευγενούς μηχανισμού του οίκτου.
Στο τρίτο κεφάλαιο λαμβάνει χώρα η νέμεσις για τη Μαρία, η οποία πραγματοποίησε ύβρη απέναντι στα στοιχεία της φύσης. Ο κακός λύκος δεν χάνει πάντα. Δεν έχει τέλος η τραγωδία της πρωταγωνίστριας, σε μια ταινία της οποίας η τροφοδοσία έχει κοπεί από πολύ νωρίς, η εικονογραφία της υπονομεύεται από την γραφική απεικόνιση του αμνού, στην οποία μάλιστα επιμένει, το σενάριο δεν υπάρχει, η σκηνοθεσία ασθμαίνει.
Δεν μας έφτανε το Greek Weird Wave, θα μας προκύψει και κανένα ισλανδικό και θα τρέχουμε.
Ανδρέας Άννινος