Ο πολυβραβευμένος κινηματογραφικός και τηλεοπτικός σκηνοθέτης και παραγωγός Τζέρεμι Ποντέσουα παρέδωσε masterclass στο πλαίσιο της ενότητας Agora Series του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Από το Six Feet Under, στην κορυφή: Η εξέλιξη της σύγχρονης τηλεόρασης», το Σάββατο 4 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Ο καναδοαμερικανός δημιουργός, ο οποίος ανακοινώθηκε πρόσφατα ως ο βασικός σκηνοθέτης της μίνι σειράς Blade Runner 2099 που θα προβληθεί στην Amazon, μίλησε στο κοινό για το μέλλον του storytelling. Ο Τζέρεμι Ποντέσουα, με υποψηφιότητες και βραβεία στο ενεργητικό του για πολλές διάσημες σειρές –Six Feet Under, Game of Thrones, Boardwalk Empire, The Pacific, True Detective, Station Eleven, μεταξύ άλλων- μοιράστηκε τις προσωπικές του εμπειρίες από την προσωπική του διαδρομή. Ο σκηνοθέτης και Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Λευτέρης Χαρίτος, ανέλαβε τον συντονισμό του masterclass.

Την εκδήλωση προλόγισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, επικεφαλής του Διεθνούς Προγράμματος του Φεστιβάλ, ευχαριστώντας το κοινό που γέμισε τον Παύλο Ζάννα μια τόσο βροχερή μέρα: «Σήμερα δεν είμαι υπεύθυνος προγράμματος, αλλά όπως όλοι στην αίθουσα, ένας φανατικός τηλεθεατής τηλεοπτικών σειρών – κάτι για το οποίο ευθύνεται o Τζέρεμι Ποντέσουα. Όλα ξεκίνησαν το 2001, τότε που γνωρίσαμε την οικογένεια που διαχειρίζεται το γραφείο κηδειών στο Six Feet Under. Αν υπάρχει κάποια σειρά την οποία αγαπήσατε και παρακολουθήσατε, είναι πολύ πιθανό να ασχολήθηκε με αυτή ο Jeremy, είτε ως σεναριογράφος είτε ως σκηνοθέτης. Είναι μεγάλη μας χαρά να τον υποδεχόμαστε εδώ στο Φεστιβάλ, έχει πολύ καιρό να έρθει: συγκεκριμένα από το 1994 και την προβολή της πρώτης του ταινίας, Eclipse, μιας φανταστικής ταινίας, την οποία πρέπει οπωσδήποτε να δείτε», δήλωσε προτού αναφερθεί στον Λευτέρη Χαρίτο, «έναν φίλο του Φεστιβάλ που μας έκανε να κολλήσουμε στις τηλεοράσεις μας με τις Άγριες Μέλισσες και τη Μάγισσα». «Και οι δύο ξεκίνησαν από τον κόσμο του σινεμά και μεταπήδησαν σε αυτόν της τηλεόρασης. Είναι φίλοι από παλιά και έχουν δουλέψει μαζί στο παρελθόν, όταν ο Τζέρεμι γύρισε τα Συντρίμμια ψυχής στην Ελλάδα. Είμαι σίγουρος πως η συζήτηση θα είναι ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική», ολοκλήρωσε και έδωσε το λόγο στον Λευτέρη Χαρίτο.

Ο Λευτέρης Χαρίτος ξεκίνησε εξιστορώντας τη γνωριμία του με τον Τζέρεμι Ποντέσουα: «ήταν η πρώτη μέρα γυρισμάτων στην Ύδρα και είχαμε δουλειά στις 07:00. Στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει 07:15 μέχρι να πιείς έναν καφέ και να αρχίσεις το γύρισμα. Έφτασα στο σετ στις 07:05 και σκεφτόμουν πως έχω φτάσει νωρίς. Το film crew από τον Καναδά όμως είχε ήδη ξεκινήσει τις πρόβες και μου είπαν πολύ σοβαρά να μην αργήσω ποτέ ξανά. Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Τζέρεμι», ανέφερε γελώντας και έδωσε τον λόγο στον Τζέρεμι Ποντέσουα, τον οποίο καλωσόρισε το κοινό με ένα θερμό χειροκρότημα. «Εγώ είχα σκοπό να δημιουργήσω τις δικές μου, πολύ προσωπικές ιστορίες. Ποτέ δεν σκέφτηκα την τηλεόραση ως μέσο που ήθελα να εξερευνήσω. Συντελέστηκαν, όμως, δύο αλλαγές: μία στην επαγγελματική μου ζωή και μία στον χώρο της τηλεόρασης γενικότερα, οι οποίες με έναν τρόπο συνηγόρησαν στη μεταπήδησή μου στον τηλεοπτικό χώρο. Αναφορικά με την αλλαγή στην επαγγελματική μου ζωή, αφού έκανα τις δύο πρώτες μου ταινίες (Eclipse & Five Senses), ειδικά μετά τη δεύτερη, η οποία ήταν και περισσότερο “εμπορική” αν θέλετε, άνθρωποι του χώρου άρχισαν να με προσέχουν. Σχετικά με την αλλαγή στην τηλεόραση, θα σας παραπέμψω στην ίδρυση του HBO, το οποίο έχει ως μότο το εξής δηλωτικό της αλλαγής που έφερε: it’s not TV, it’s HBO, ένα είδος κινηματογραφικής τηλεόρασης που στέκεται ανάμεσα στο σινεμά και την τηλεόραση. Δοκίμασαν περίπλοκες αφηγήσεις, ξεκίνησαν να αναπτύσσουν κινηματογραφικούς χαρακτήρες: ήταν η νέα φωνή της τηλεόρασης, με σειρές όπως το The Wire, το Sex and the City και το Six Feet Under. Δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει κίνημα, αλλά ήταν ενδιαφέρον να το παρακολουθεί κανείς τη στιγμή της γέννησής του», ανέφερε σχετικά.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς εντάχθηκε κι αυτός στο τηλεοπτικό σύμπαν του HBO, όταν τον προσέγγισε ένας παραγωγός από το Six Feet Under για να σκηνοθετήσει κάποια επεισόδια: «Τότε ζούσα στο Τορόντο και δεν είχα το Χόλιγουντ και την καριέρα αυτή στο στόχαστρό μου. Το Six Feet Under είχε κάνει μονάχα έναν πιλότο με τον εκπληκτικό Άλαν Μπολ (American Beauty). Το είδα και μαγεύτηκα. Με ενδιέφερε πολύ αυτή η δουλειά. Σκέφτηκα πως αν έγραφα μια δική μου σειρά, θα ήθελα να είναι κάπως έτσι. Πήγα λοιπόν στο Λος Άντζελες και ήταν μια φανταστική εμπειρία: το πλησιέστερο που έχει να προσφέρει η τηλεόραση στη δημιουργία μιας ταινίας. Επίσης, η συνεργασία με το HBO ήταν φανταστική γιατί δεν συνεργάζονται με πολλούς σκηνοθέτες. Αυτό σημαίνει πως σε επιλέγουν για να σκηνοθετήσεις πολλά διαφορετικά πράγματα, τα οποία με βοήθησαν να επεκτείνω την οπτική μου. Δούλεψα σε τεράστιες παραγωγές (Carnivale, Rome, Boardwalk Empire) και είδα πράγματα που δεν θα μπορούσα να έχω δει δουλεύοντας στον κινηματογράφο», ολοκλήρωσε.

Στο σημείο αυτό, σε ερώτηση του Λευτέρη Χαρίτου για τη διαφορά μεταξύ του κινηματογραφικού και του τηλεοπτικού σκηνοθέτη, ο Τζέρεμι Ποντέσουα απάντησε τα εξής: «Στην τηλεόραση είσαι φιλοξενούμενος. Κάποιος άλλος έχει πάρει όλες τις αποφάσεις για σένα. Οφείλεις να μιλήσεις την υπάρχουσα γλώσσα της σειράς, να σεβαστείς τον ρυθμό που έχει ορχηστρωθεί, αλλά να φέρεις και κάτι καινούριο, κάτι φρέσκο. Αυτή είναι η δουλειά σου ως visiting director. Μπορείς να επιστρέψεις ξανά στο μέλλον, σε άλλο επεισόδιο και να γίνεις μέρος της τηλεοπτικής αυτής οικογένειας. Μπορείς αν θέλεις και αν σου προταθεί να γίνεις ο βασικός σκηνοθέτης της σειράς, αλλά πρόκειται για μία σοβαρή δέσμευση που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο. Πρέπει να το θέλεις πάρα πολύ. Επίσης, θα δουλέψεις πάρα πολύ για κάτι το οποίο, επί της ουσίας, δεν είναι δικό σου δημιούργημα», τόνισε.

«Η σχέση μεταξύ του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη είναι συχνά μια δύσκολη σχέση», σχολίασε ο κ. Χαρίτος. «Μου αρέσει να εμπλέκομαι ως δραματουργός. Συναντώ πάντα τους σεναριογράφους και κάνουμε το λεγόμενο tone meeting όπου δίνουμε τον τόνο για τη συνεργασία μας», ανέφερε. Μίλησε, επίσης, για τη δυνατότητα που έχει ο τηλεοπτικός σκηνοθέτης να διαχειριστεί ένα συγκεκριμένο μπάτζετ, ενώ στη συνέχεια ανέλυσε τη διαδικασία του casting: «Αναζητώ την ουσία του ανθρώπου. Δεν έχει να κάνει με την εμφάνιση του ηθοποιού, αλλά με αυτό που προβάλλεται εκ βαθέων, με αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στα μάτια. Κάποιες φορές, η κάμερα βλέπει πράγματα που εγώ δε βλέπω -είναι αυτή η μαγική ιδιότητα της κάμερας. Επίσης, δεν με ενδιαφέρει καθόλου τι γλώσσα μιλάει ο ηθοποιός. Αυτό που επικοινωνούν οι ηθοποιοί ξεπερνά τα στενά όρια της γλώσσας. Είναι εφήμερο, αλλά όταν συμβαίνει το καταλαβαίνεις», τόνισε. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν ψάχναμε παιδί για τον ρόλο στο Fugitive Pieces, είδαμε κυριολεκτικά χιλιάδες κασέτες, αλλά όταν βρήκαμε το σωστό παιδί, το ήξερα αυτόματα. Διαφωνώ με την άποψη πως υπάρχουν 100 σωστοί ηθοποιοί για τον ρόλο: υπάρχει μόνο ένας και πρέπει να τον βρεις», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Αμέσως μετά ανέφερε πως του αρέσει να συναντά τους ηθοποιούς όπως τους σεναριογράφους, για να τους κάνει να αισθάνονται οικεία στον περιορισμένο χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους: «Η τηλεόραση είναι ένας συμπιεσμένος κινηματογράφος», σχολίασε σχετικά. Στο σημείο αυτό, διηγήθηκε μια ιστορία από την εποχή που σκηνοθέτησε ένα επεισόδιο του Boardwalk Empire, λίγα επεισόδια μετά τον εμβληματικό πιλότο του Μάρτιν Σκορσέζε: «Ήταν μια σειρά που δεν είχα δει ποτέ και θα σκηνοθετούσα ένα επεισόδιο μετά τον Σκορσέζε και τον Τίμοθι Βαν Πάτεν. Το γύρισμα πλησίαζε κι εγώ έπρεπε να δω τον πιλότο, αλλά ο Σκορσέζε δεν είχε ολοκληρώσει το επεισόδιο. Πηγαίνω λοιπόν και επισκέπτομαι το screening room του Σκορσέζε στη Νέα Υόρκη με τον Τίμοθι, ήταν ενός είδους προσκύνημα: ένα μικρό, όμορφο, κρύο δωμάτιο – κρύο για να μην τον παίρνει ο ύπνος, με κουβέρτες στις καρέκλες. Βλέπουμε το επεισόδιο και είναι συγκλονιστικό: είναι, επίσης, χρονοβόρο και πολύ ακριβό. Είχε στη διάθεσή του 33 μέρες και 35 εκατομμύρια δολάρια. Αντιθέτως, εγώ είχα στη διάθεσή μου 10 μέρες και 10 εκατομμύρια δολάρια, που είναι πολλά λεφτά, αλλά σίγουρα λιγότερα. Επίσης, είναι σκηνοθετημένο από τον Σκορσέζε, μια πραγματική ιδιοφυΐα. Φεύγοντας λοιπόν από το γραφείο του Σκορσέζε, μπαίνουμε στο ασανσέρ, οι πόρτες κλείνουν, κοιτιόμαστε και ο Τίμοθι μου λέει: “Την πατήσαμε”», είπε γελώντας.

«Έπρεπε, λοιπόν, να βρούμε τον τρόπο για να γίνει καλή δουλειά. Δεν μπορώ να είμαι ο Μάρτιν Σκορσέζε, αλλά κάπως πρέπει να φαίνεται πως είναι η ίδια τηλεοπτική σειρά και να κρατήσει τον ίδιο χαρακτήρα», ανέφερε. Συνέχισε μιλώντας για τη συνεργασία του με το Game of Thrones, η οποία ήταν εξαιρετική, στο πλαίσιο της οποίας σκηνοθέτησε, τελικά, έξι επεισόδια στη διάρκεια τριών σεζόν. «Βρισκόμαστε σε ένα σημείο τρομερού ανοίγματος της βιομηχανίας λόγω του streaming. Το μοντέλο της συνδρομής μεταστρέφει την τηλεοπτική εμπειρία σε κάτι ραφιναρισμένο, κάτι που τοποθετείται ανάμεσα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Παλιότερα, κάθε νέα σειρά ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός. Οι άνθρωποι κάθονταν σπίτι Κυριακή βράδυ για να παρακολουθήσουν το νέο επεισόδιο. Τώρα, με 1.000 σειρές σε 100 διαφορετικές πλατφόρμες, η εμπειρία σίγουρα δεν είναι τόσο ιδιαίτερη: οι υπερβολικά πολλές επιλογές δεν είναι ποτέ καλές. Η τελευταία φορά που ολόκληρος ο πλανήτης έβλεπε την ίδια ώρα το ίδιο τηλεοπτικό περιεχόμενο (αν και σιχαίνομαι πραγματικά την έννοια του content) ήταν το Game of Thrones. Πλέον, υπάρχουν συναρπαστικές σειρές απλώς είναι πιο δύσκολο να τις βρεις. Σύντομα, η βιομηχανία του streaming θα φτάσει σε ένα κατώφλι, στο οποίο θα συνειδητοποιήσουν πως δεν γίνεται να συνεχίσουν να παράγουν περιεχόμενο σε αυτόν τον ρυθμό, να πετάνε τόσα λεφτά σε νέες παραγωγές, διότι απλώς δεν είναι βιώσιμο», τόνισε.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην ανάδειξη των παγκόσμιων παραγωγών: «Στους Αμερικανούς δεν άρεσαν ποτέ οι υπότιτλοι. Δυστυχώς, ήταν μέρος της κουλτούρας τους. Αυτό πλέον έχει αλλάξει, και βλέπεις Αμερικανούς να ενδιαφέρονται για σειρές από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Το ζήτημα παραμένει η δημιουργικότητα: αν έχεις μια φανταστική ιδέα, υπάρχει πάντα χώρος γι’ αυτή», σημείωσε. Σε ερώτηση του κ. Χαρίτου σχετικά με τις αγαπημένες του προσωπικές δημιουργίες, ξεχώρισε το Six Feet Under και το Station Eleven. Αναφέρθηκε επίσης στον Μικελάντζελο Αντονιόνι ως μεγάλη πηγή έμπνευσης, μια ταινία του οποίου (L’ Eclisse) έδωσε το όνομά της στην πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο ίδιος, το 1994.

Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το ποια πρέπει να είναι τα πρώτα βήματα ενός νέου κινηματογραφιστή, απάντησε πως «η επιτυχία δεν έρχεται γρήγορα. Όταν ήμουν νέος, είχα μια ιδέα για ένα πολύ φιλόδοξο σενάριο, το οποίο τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ γιατί παραήταν φιλόδοξο. Ξεκινήστε απλά. Κάντε μια ταπεινή, απλή ταινία. Επίσης, δημιουργήστε ένα ισχυρό δίκτυο ανθρώπων. Βρείτε τους ανθρώπους σας. Δεν μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας», υπογράμμισε. Τέλος, σχολίασε πως η τηλεόραση και ο κινηματογράφος ακολούθησαν αντίθετα μονοπάτια, με την τηλεόραση να είναι αρχικά συντηρητική και να μην παίρνει ρίσκα, αλλά να εξελίσσεται, μέσω των συνδρομών, σε πλατφόρμα που απευθύνεται σε μικρότερο κοινό και μπορεί να δημιουργήσει καινοτόμο και ενδιαφέρον περιεχόμενο.

Leave a comment