Σκηνοθεσία: Χρήστος Πασσαλής

Σενάριο: Χρήστος Πασσαλής, Ελένη Βεργέτη

Παίζουν: Aγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Σκουλά, Βασίλης Καραμπούλας, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου

Παραγωγή: Ελλάδα – 2022

Διάρκεια: 1 ώρα 21 λεπτά

Θα ξεχάσουμε!

O Άρης και η Άννα συναντιούνται τυχαία σε μια ερειπωμένη, παραθαλάσσια πόλη γεμάτη με κεραίες που εκπέμπουν παράξενους ήχους και τις φωνές των Εξαφανισμένων, κατοίκων που έχουν χαθεί ξαφνικά και ανεξήγητα. Mέσα σε αυτόν τον παράξενο κόσμο, η Άννα και ο Άρης ερωτεύονται. Λίγες μέρες μετά, η Άννα εξαφανίζεται.

Ο Χρήστος Πασσαλής προσεγγίζει μυστηριακά το θέμα του με χαρακτηριστική αίσθηση κάδρου, ανορθόδοξες γωνίες λήψης και ωραία κοψίματα από κοντινά σε μακρινά πλάνα. Για την ακρίβεια εξαιρετικά κοψίματα και αυτή δεν είναι η μόνη αρετή της ταινίας. Χρησιμοποιεί σημεία (κεραίες, επιγραφές, χειρονομίες), χειρίζεται ευρηματικά της δύναμή του βλέμματος των ηθοποιών και προχωρά σε κριτική της σύγχρονης πραγματικότητας.

Όμως, η άχαρη κινησιολογία που εισήγαγε το weird cinema, παραμένει άχαρη όσα χρόνια και αν περάσουν και όσο νερό και αν κυλήσει στο μύλο του ελληνικού κινηματογράφου. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για την εκφορά του λόγου – αρκετά προβληματική χωρίς ουσιαστικό λόγο – όχι όμως και για το ιδιάζον χιούμορ που εδώ και θέση έχει, και αποφεύγει την αλαζονική χροιά του παρελθόντος, ενώ είναι και αυτό συντονισμένο  στις συνθήκες που βίωσε και βιώνει η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια. Σε γενικές γραμμές πάντως, παρατηρείται μια διάθεση αναβίωσης του weird κινηματογράφου, όμως καλό θα ήταν να διδαχθούν όλοι από τα ατοπήματά του και να δρέψουν τους καρπούς του, που ουσιαστικά είναι η ανανέωση του τότε βαλτωμένου ελληνικού κινηματογράφου, την οποία οφείλουμε να μην παραβλέπουμε.

Όπως υπογραμμίστηκε και προηγουμένως, ο Πασσαλής μιλάει για τη σύγχρονη πραγματικότητα και μάλιστα με δυνατή και εμφατική φωνή. Έξυπνοι αναχρονισμοί υπάρχουν εδώ, σε μια ταινία που ο χρόνος ουσιαστικά δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, οι δύο πρωταγωνιστές παρακολουθούν έναν αγώνα μπάσκετ, στον οποίο ακούγονται να παίζουν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης. Προφανώς, έως εκείνη τη στιγμή ο θεατής δεν έχει διερωτηθεί για την χρονική περίοδο κατά την οποία διαδραματίζεται η ταινία. Συνήθως, όταν σκοτεινά δυστοπικά σενάρια τοποθετούν μια συνθήκη στο κέντρο του σεναριακού ενδιαφέροντος, η χρονικότητα είναι μετατοπισμένη στο μέλλον, χωρίς βέβαια αυτό να είναι γενικευμένο φαινόμενο (ας θυμηθούμε τον Κυνόδοντα και πιο πρόσφατα τα Μήλα, που η ιστορία τους συμβαίνει σε ένα θολό παρόν). Αδιαφορώντας για το χρονικό πλαίσιο της πλοκής, ο Πασσαλής διαπερνά τη φρενίτιδα της ελληνικής πραγματικότητας. Όπως και στην Πρωινή Περίπολο η αγάπη φαίνεται να διατυπώνεται ως αίτημα, όμως τελικά «η έσχατη λέξη δεν θα μας αποκαλυφθεί ποτέ».

Το κάδρο αβαντάρεται επιπλέον από τις πηγές φωτισμού που πολλές φορές είναι ελάχιστες και πρόκειται για φωτισμό νέον. Το ψυχρό φως από τους σωλήνες πέφτει σε φιγούρες αποπροσανατολισμένες, που παραπέμπουν στο Alphaville του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Η πιο χαρακτηριστική αναφορά άλλης ταινίας είναι αυτή του Κυνόδοντα, και συγκεκριμένα το πλάνο του νεροχύτη με το αίμα, το οποίο παρουσιάζεται με όμοιο σχεδόν τρόπο. Εξ άλλου ο Πασσαλής ήταν το αγόρι της οικογένειας στην ταινία του Λάνθιμου, την τόσο συζητημένη και συχνά άγαρμπα επαναδιαπραγματευμένη. Ούτως η άλλως και ο Λάνθιμος δεν ανακάλυπτε την πυρίτιδα τότε, αλλά μάλλον προσάρμοζε το μεξικάνικο «Κάστρο της Αγνότητας» (El castillo de la pureza, 1973) του Αρτούρο Ριπστάιν σε ένα περιβάλλον νεοελληνικής νοσηρότητας. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Όπως και να’ χει, ο Πασσαλής ποντάρει τα περισσότερα σε μια σεκάνς από αυτές που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε, όπου ο σκηνοθέτης βάλει δήθεν κατά των ηθικών αναστολών και δοκιμάζει εν γένει τα όρια του θεατή. Καθόλου δεν συμβαίνει αυτό: Αντιθέτως, ενώ στην υπόλοιπη ταινία έχει δοθεί απολύτως επαρκής επιμέλεια στα εκφραστικά της μέσα, στη συγκεκριμένη σεκάνς (αυτή της συνάντησης των αναζητούντων με τους μίμους των εξαφανισμένων) χάνεται αυτή η επιμέλεια τόσο σε επίπεδο περιεχομένου (πολύ προτιμότερο θα ήταν να περιγραφεί εντελώς χαλαρά, χωρίς ανεδαφικές εξάρσεις), μιζανσέν (τα κενά μέσα από τα οποία γίνεται η συνάντηση χρησιμεύουν στείρα κινηματογραφικά, το blocking δεν είναι στα καλύτερά του εδώ), αλλά και διάρκειας, καθώς είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τις υπόλοιπες. Έτσι, η σεκάνς αυτή προδίδει τον σκηνοθέτη, αφού ως γνωστών πολλά βάζεις-πολλά παίρνεις, λίγα βάζεις-λίγα παίρνεις, όμως συνήθως πολλά βάζεις-πολλά χάνεις. Εντούτοις, πρόκειται για δυνατή και αξιοπαρατήρητη εικονοποιία, που μένει στον θεατή.

Στο τέλος, και ενώ ο Πασσαλής – που εδώ κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους φόρμα – έχει υποκύψει στη γοητεία δημιουργίας εικόνων χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα (ο Αντονιόνι έκανε την τελευταία σεκάνς στην Έκλειψη, από τότε κανένας δεν τόλμησε κάτι αντίστοιχο και υπάρχει λόγος γι’ αυτό), ίσως ο θεατής σκεφτεί πόσο κρίμα είναι μια ταινία με τέτοιο ενδιαφέρον στα κάδρα, εν γένει στην φωτογραφία της (ο Γιώργος Καρβέλας και πάλι μας αποζημιώνει με το παραπάνω), αλλά ως ένα βαθμό και στο σενάριό της, να αυτοσυρρικνώνεται σε πολλές στιγμές της λόγω κατάλοιπων παλιών ιστοριών.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment