Σκηνοθεσία: Νίκος Πάστρας

Σενάριο: Νίκος Πάστρας, Ναταλία Σουίφτ, Ζαχαρίας Γουέλα, Αφροδίτη Καποκάκη, Εριφύλη Κιτζόγλου, Χριστίνα Κυπραίου, Μάριο Μπανούσι, Γιώργος Μπουφίδης, Κατερίνα Δαλιάνη, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης

Παίζουν: Ναταλία Σουίφτ, Ζαχαρίας Γουέλα, Αφροδίτη Καποκάκη, Εριφύλη Κιτζόγλου, Χριστίνα Κυπραίου

Παραγωγή: Ελλάδα – 2022

Διάρκεια: 94 βασανιστικά λεπτά

Η ταινία του Νίκου Πάστρα ξεκινά με μια συρραφή πλάνων, η οποία δίνει την εντύπωση trailer της ταινίας. Μια ομάδα νέων ανθρώπων συγκατοικούν μακριά από την πόλη, ακολουθώντας τους δικούς τους κανόνες και αντιμετωπίζοντας μόνοι τους τις καταστάσεις που προκύπτουν. Στην πραγματικότητα, η πλοκή της ταινίας είναι ανύπαρκτη. Αυτό επιβεβαιώνεται από πολλά λεπτά μηδενικής δράσης, μεγάλες σκηνές υποτιθέμενων υπαρξιακών αναζητήσεων, καταβυθίση σε δυσάρεστες ανθρώπινες καταστάσεις, ανταλλαγή τοξικών σχολίων και άτσαλη εναλλακτική προσέγγιση κινηματογράφησης με κέντρο τον αυτοσχεδιασμό.

Θα ήταν μια λυπηρή παρεξήγηση αν θεωρούνταν αυτές οι παλινωδίες, τολμηρή καλλιτεχνική μέθοδος. Το ερώτημα που γεννάται είναι ποιόν μπορεί να ενδιαφέρει ένα τέτοιο πόνημα, σε ποιο κοινό απευθύνεται. Δύσκολα θα παρακολουθηθεί από οποιονδήποτε, καθώς το νεανικό κοινό θα έρθει σε αμηχανία (κοινώς θα κριντζάρει) από τα χαζοχαρούμενα πρόσωπα, την έλλειψη φαντασίας, την πληθώρα κλισέ εναλλακτικού χαρακτήρα, τις κουραστικές ανούσιες σεκάνς, τις άχρηστες πληροφορίες που αραδιάζονται εδώ κι εκεί, την απαράδεκτη υποκριτική και εν γένει τη μίνι αναβίωση ενός weird ύφους, μια νεκρανάσταση τόσο άτοπη όσο και αχρείαστη. Το κοινό μιας ηλικίας και πάνω δεν μπορεί να μπει καν στη λογική ενός υποκριτικού μηδενισμού, μιας αισθητικής βιντεοκλιπίστικης και εν πάση περιπτώσει λίγης για τον κινηματογράφο, ηθοποιών που η άρθρωσή τους δεν βοηθάει καν, φτηνής και εύκολης μουσικής που ντύνει τεράστια κομμάτια της ταινίας, σαν να βλέπεις meta Δαλιανίδη.

Υπάρχει μια σεκάνς, κατά την οποία τα κορίτσια και αγόρια που συγκατοικούν παίζουν «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο». Χωρίς κάποια ιδιαιτερότητα στην κινηματογράφηση, χωρίς ιδιαίτερη θέση στη μυθοπλασία της ταινίας που θα την καθιστούσε αφηγηματικό κλειδί, με επιεικώς μέτρια υποκριτική τέχνη, η σεκάνς αυτή εκπίπτει σε φοιτητική άσκηση και μάλιστα με κακό αποτέλεσμα. Επιπλέον, η διαλογοφιλία, οι αφηγήσεις και τα εσώψυχα των χαρακτήρων δεν προσθέτουν, και μάλλον αφαιρούν από το ήδη ταλαιπωρημένο σύνολο. Αν προσθέσουμε και τον διάχυτο μεν, ψεύτικο δε αισθησιασμό, μπορούμε με άνεση να μιλήσουμε για ένα κινηματογραφικό αντιπαράδειγμα, με το οποίο οι σχετικές σχολές αποκτούν ένα εργαλείο για να περιγράφουν πως δεν πρέπει να γυρίζεται μια ταινία.

Από ένα σημείο και μετά η ταινία βλέπεται με μεγάλη δυσκολία, καθώς ανακυκλώνονται τα ίδια στοιχεία, ενώ το μοντάζ δεν σημαίνει τίποτα απολύτως – θα μπορούσε να το είχε κάνει και ένα ρομπότ. Πράγματι δεν αντέχεται, διότι ακόμα και αυτό που θέλει να πει ο Πάστρας – με χαρακτηριστική την προτελευταία και (ίσως) ενδιαφέρουσα αυτοτελή σεκάνς, στην οποία εμφανίζονται γνωστοί ηθοποιοί – αδυνατεί να ειπωθεί, καθώς οι ηθοποιοί είναι εκτός τόπου και χρόνου, δείχνουν να πιέζονται, να μην τους βγαίνει αβίαστα η όποια πρωτοπορία μπορεί να υπεισέρχεται σε ένα δυστυχές κράμα «Γλυκιάς Συμμορίας» του Νίκου Νικολαΐδη, «Ηλίθιων» του Λαρς Φον Τρίερ και λοιπών δύσμοιρων αναφορών. Μια διδακτική (από την ανάποδη) ταινία – που λέει ο λόγος – μια χυδαιότητα που διασύρει την κινηματογραφική γλώσσα και που θα έβλεπαν με απόλαυση μόνο στο πιο σκοτεινό σημείο της δυστοπίας του Blade Runner ανέκφραστα ανθρωποειδή.  

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment