Το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας βαίνει προς το φινάλε του. Είδαμε τις 35 ταινίες του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος και παρακάτω θα διαβάσετε το συμπέρασμα. Μάλλον χαμηλού επιπέδου το φετινό πρόγραμμα με μια ελαστικότητα στην προεπιλογή: τουλάχιστον 3 από τις ταινίες (θα μπορούσαν να φτάσουν και τις 10) θα μπορούσαν να μείνουν εκτός του προγράμματος, καθώς πατούν κυριολεκτικά στο πουθενά, διαθέτουν μηδενικές αρετές, ενώ τα κλισέ παίρνουν φωτιά, προκαλώντας ανία με τα προσωπικά-εσωτερικά θέματα που θίγουν.
Φυσικά, υπήρξαν και αξιόλογες ταινίες, που όμως δεν είμαστε σίγουροι σε ποιο βαθμό θα αξιολογούνταν με τον ίδιο τρόπο αν δίπλα τους δεν βρίσκονταν ταινίες-ερείπια, αλλά επίσης αξιοπρεπείς δημιουργίες. Σε γενικές γραμμές, και προσπαθώντας να εντοπίσουμε τα προβλήματα μεγάλου ποσοστού των ταινιών του προγράμματος, αυτά θα ήταν εν τάχει τα εξής:
- Έλλειμμα θεμάτων
Δυστυχώς, οι περισσότερες ταινίες επιμένουν σε ένα ξεδίπλωμα προσωπικών ή και πολύ προσωπικών θεμάτων με αποτέλεσμα ο θεατής να μην έχει να πιαστεί από πουθενά, με λίγα λόγια να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτό που βλέπει. Οι προσωπικές αναζητήσεις προφανώς και έχουν ενδιαφέρον και δεν απορρίπτονται μόνο γιατί είναι τέτοιες. Το πρόβλημα ξεκινά από τη θεματική ένδεια, την ανύπαρκτη πλοκή και διογκώνεται με τα κακόγουστα κλισέ και την ανύπαρκτη φαντασία σε επίπεδο φόρμας. Πολλές από τις ταινίες «κατασκευαστικά» μοιάζουν τόσο πολύ, είναι σαν να έχουν βγει από εργοστασιακή γραμμή παραγωγής.
2. Ανόητες προσεγγίσεις σοβαρών θεμάτων
Είναι ωραίο να μιλά κανείς για θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όμως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνός να ανοίξει κάποιος το στόμα του και να μην ξέρει τι λέει. Οι διδακτικές προσεγγίσεις δίνουν και παίρνουν, η επίκληση στο συναίσθημα πλημμυρίζει κάθε καρέ ταινιών που απορεί κανείς πώς έφτασαν στο σημείο της παραγωγής.
3.Επίπεδοι και μονοδιάστατοι χαρακτήρες
Από τις σχολές κινηματογράφου ακόμα, αλλά και από τα προσωπικά ερεθίσματα και διαβάσματα του καθενός (αν αυτά υπάρχουν) γίνεται σαφές ότι η μανιχαϊστική λογική του απολύτως κακού εναντίον του απολύτως καλού είναι κουραστική και αδιέξοδη, ενώ αφήνει μικρά περιθώρια δημιουργίας (κυρίως στη Marvel). Μια διαλεκτική προσέγγιση της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί κάποιος, και το αντίστοιχο πλάσιμο των χαρακτήρων οδηγούν σε πολύπλευρες οπτικές του θέματος, ενώ αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας στο θεατή και τον καλούν να πάρει μέρος κι εκείνος στο νόημα που αποδεσμεύει το φιλμ. Οι περισσότεροι δημιουργοί του φετινού προγράμματος ας πούμε ότι δεν επιμελήθηκαν αρκετά τους χαρακτήρες των ταινιών τους…
4. Κακή υποκριτική
Δεν είναι μομφή προς τους ηθοποιούς (όχι ότι δεν θα μπορούσε και να ήταν), καθώς είναι ευθύνη του σκηνοθέτη να φέρει τον πρωταγωνιστή του εκεί που ο ίδιος επιδιώκει. Άχαρες σιωπές, φανερή αμηχανία, αυτοσχεδιαστικές ασυναρτησίες και εν τέλει κακό παίξιμο πετούν τον θεατή εξ αρχής εκτός της κινηματογραφικής δημιουργίας.
5. Μηδενικό ρίσκο
Δεν αντέχεται άλλο η καλοκαιρινή ραστώνη, δεν αντέχονται άλλο οι νεανικές ανησυχίες περί σπασίματος παρθενιάς ή απότομης ενηλικίωσης και γνωριμίας με τη σεξουαλικότητα του υποκειμένου. Δεν αντέχεται το αμήχανο χιούμορ ή η άκαιρη βωμολοχία, δεν αντέχεται ο τονισμός της τοποθεσίας περισσότερο, παρά της ουσίας της ίδιας της ταινίας. Δεν αντέχεται η τηλεοπτική αισθητική. Δεν αντέχεται ο ατελείωτος διάλογος, ο ανακυκλούμενος χωρίς εκπλήξεις πεσιμισμός. Τέλος, δεν αντέχονται τα πάρτι και οι μαζώξεις παρεών σε σπίτια, όπου οι στιχομυθίες δεν ενδιαφέρουν στο παραμικρό το θεατή. Νισάφι.
Υπάρχουν ταινίες στο πρόγραμμα που καταφέρνουν να συνδυάσουν όλα τα παραπάνω προβλήματα, υπάρχουν όμως και οι παρακάτω που έλαμψαν και προκάλεσαν το ενδιαφέρον μας.
Firebug – Αλέξανδρος Παπαθανασόπουλος

Ένας νεαρός πατέρας επιστρέφει στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας για να ολοκληρώσει μια συζήτηση που δεν ξεκίνησε ποτέ με τον αποθανόντα πατέρα του.
Πρώτο και καλύτερο το Firebug του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου. Μια συγκινητική ιστορία δοσμένη χωρίς πολυλογία, με εξαιρετική φωτογραφία από τον Πέτρο Νούσια. Οι πρωταγωνιστές είναι εκεί για να στηρίξουν την ιστορία, τις αναμνήσεις του Φοίβου που τον πονούν, και που είναι δεμένες με τη φωτιά και το φόβο που εκείνη προξενεί. Φανερή αίσθηση του κάδρου, με γοητευτικές και ισορροπημένες συνθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί το πλάνο-αναφορά στον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς, στο οποίο η μάνα μιλά στην ουσία για το μέλλον του παιδιού στο τηλέφωνο, ενώ στο βάθος ο μικρός Φοίβος παίζει.
Ανορθόδοξος – Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

703 μ.Χ. Ο καλόβολος Πρόδρομος καταδικάζεται σε υποχρεωτική προσευχή, λίγο πιο έξω από το χωριό του, φυλακισμένος σε έναν μεσαιωνικό κλοιό. Εγκλωβισμένος μέσα στην απελπισία του, ο Πρόδρομος θα έρθει αντιμέτωπος με μία σειρά περαστικών: μία καθωσπρέπει οικογένεια, έναν τραυματισμένο επιδρομέα, ένα φλεγόμενο κοπάδι προβάτων και μία συμμορία παιδιών.
Μια ταινία που θα μπορούσε να την έχει γυρίσει ο Radu Jude, σε αυτά τα μεγάλα βαλκανικά τοπία, τα ταυτοχρόνως όμορφα και αχανή. Επιτυχημένο χιούμορ, σε μερικές περιπτώσεις ξεκαρδιστικό: όταν για παράδειγμα ο βασανισμένος Πρόδρομος φωνάζει για βοήθεια σε μια οικογένεια, η επιλογή του Αντωνόπουλου να δείχνει το πολύ γενικό πλάνο αυτού που φωνάζει σε αυτόν τον μακρινό διάλογο, δηλαδή να προκαλεί την ίδια αδυναμία επικοινωνίας και στο θεατή, προκαλεί αβίαστο γέλιο. Να λοιπόν πώς μέσω των σκηνοθετικών επιλογών φτάνει κανείς στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Άψογος Γιώργος Κουτσαλιάρης στη Φωτογραφία, σε μια από τις καλύτερες ταινίες του προγράμματος.
Τείχη – Χρήστος Σαρρής

Μία ταινία που δημιουργήθηκε μετά από προγραμματισμένες επισκέψεις στη φυλακή της Νιγρίτας Σερρών και ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους τρόφιμους. Η ταινία, καθώς και το πρωτότυπο τραγούδι από την αμερικανίδα μουσικό Laura Jane Grace, εμπνέεται από το ομώνυμο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη.
Ένα σχόλιο πάνω στην υποκριτική δικαιοσύνη των ανθρώπων, αλλά και στην ανυπαρξία του παραδείσου. «Τη φωτιά τη βλέπω, δηλαδή την κόλαση, τον παράδεισο δεν τον έχω δει, δεν ξέρω… Μπορεί κάποιος να μου πει πώς είναι ο παράδεισος;», αναρωτιέται ένας τρόφιμος των φυλακών. Ένας επιτυχημένος συνδυασμός του ομώνυμου ποιήματος του Καβάφη και της παράλογης κατάστασης των πραγμάτων πάνω στη Γη.
Φῶς ἐκ Φωτός – Νεριτάν Ζιντζιρία

Μια φιλμική συζήτηση ανάμεσα σε έναν κινηματογραφιστή και έναν ιερομόναχο του Αγίου Όρους, που έφτιαξε τη δικιά του φωτογραφική μηχανή πριν πεθάνει το 1932.
Πολύ ενδιαφέρουσα δημιουργία με αρμονία στην έκφραση, εξεζητημένη παλέτα και αίσθηση του ρυθμού τόσο στη διαδοχή των πλάνων όσο και στην εσωτερική του διάρθρωση.
Διάβαση – Αινείας Τσαμάτης, Κατερίνα Μαυρογεώργη

Μια σιδηροδρομική διάβαση στο πουθενά. Δύο ξύλινα φυλάκια. Γύρω κίτρινοι λόφοι κι ανοιχτός ορίζοντας. Δύο φύλακες: ο μοναχικός Γιάννης και ο χαλαρός Αντώνης. Κάθε τόσο, μια φωνή στο μεγάφωνο αναγγέλλει το πέρασμα ενός τρένου. Τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την καθημερινότητά τους μέχρι να εισβάλει ο έρωτας, συντρίβοντας κάθε βεβαιότητα.
Ωραίες ερμηνείες από τον Καραφίλ Σένα και τον Γιάννη Τσορτέκη, ο οποίος όμως και πάλι παίζει τον ρόλο στον οποίο τον έχουμε συνηθίσει. Η ταινία έχει σκηνοθετική ματιά, η ιστορία σετάρεται επιτυχημένα στο σκηνικό, η τοποθεσία είναι μοναδική, όπως και η φωτογραφία του Γιάννη Καραμπάτσου (που αποδεικνύεται ένας πολύπλευρος Διευθυντή Φωτογραφίας).
——————————
Χρήζουν μνείας οι ταινίες:
À Deux Voix της Μάρθας Μπουζιούρη, για το ευρηματικό σενάριο και την αργή αλλά γόνιμη ανάπτυξή του. Ωστόσο, το voice over που υπάρχει σέ όλη την ταινία είναι εξοντωτικό.
Mailman του Nicholas G. Pelecanos, για την smooth κινηματογράφηση και την πλοκή που κερδίζει τον θεατή.
L’Acqua che Passa της Κάλλιας Παπαδάκη, για το σενάριό της, την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά, και τα σημαντικά θέματα που θίγει, τα οποία αντιμετωπίζει με ωριμότητα.
Τέλη Αυγούστου της Αντελίκας Κατσά, για τα όμορφα πλάνα, τη ζωντανή αφήγηση και εν τέλει την αίσθηση του καλοκαιριού που πέρασε και της αλλαγής εποχής, σε συμφωνία με την ανεμελιά που χάνεται και την ενηλικίωση.
Πλευρά του Παναγιώτη Φαφούτη, για την ευαισθησία και την αφηγηματική οικονομία.
Λευκά Χριστούγεννα 1948 του Αντώνη Βαλληνδρά. Βασισμένη στο διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Λευκά Χριστούγεννα του 2003» η ταινία καταφέρνει να αποτυπώσει το σάστισμα και τη φρίκη του πολέμου. Προσεγμένη παραγωγή.
Μια απογοήτευση:
Midnight Skin του Μανώλη Μαυρή. Πέραν του ότι θυμίζει επικίνδυνα πολύ το Sillage: Portrait of an Onlooker του Farhad Delaram, η ταινία στερείται ερμηνειών, ενώ ούτε η επιμελής κινηματογράφηση και η στιβαρή σκηνοθετική δουλειά τη σώζουν. Συνολικά άψυχη και κοινότοπη, συνιστά μια πραγματική απογοήτευση, καθώς ο Μανώλης Μαυρής μάς είχε δώσει μια από τις σημαντικότερες ταινίες μικρού μήκους των τελευταίων ετών, το Brutalia, Days of Labour (2021).
Και μερικές απορίες:
Πόσες φορές πρέπει το ΕΚΚ να χρηματοδοτεί τους ίδιους σεναρίστες-σκηνοθέτες; Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν η ταινία «Αντιλόπη» του κατά τ’ άλλα συμπαθέστατου Αλέξανδρου Βούλγαρη/The Boy, να χρηματοδοτείται από το υπουργείο, αλλά και από το ΕΚΚ; Με ποιο σενάριο; Τι ιδιαιτερότητες είχε ώστε να χρειάζεται τη στήριξη από όλους τους πιθανούς φορείς; Μιλάμε για μια ταινία με logline, «Δύο φαντάσματα, το κορίτσι και η γυναίκα, περνάνε τον χρόνο τους στο στοιχειωμένο τους σπίτι».
Τι ακριβώς προσέφερε το «Cargo» του Γιώργου Σερβετά ή το «Flux» του Γιώργου Μπουγιούκου στην κινηματογραφική γλώσσα, ποιές επιτροπές είδαν σε αυτά αρετές που τα πέρασαν από τη διαδικασία παραγωγής μέχρι τη διαδικασία επιλογής στο φεστιβάλ; Πόσο πιο χαμηλά μπορεί να πέσει το επίπεδο από το αξιοκαταφρόνητο «Good Girls Club: A Virginity Odyssey»;
Η απάντηση έρχεται κατ’ ευθείαν στο μυαλό: Τόσο χαμηλά ώστε να διαγωνιστεί η ταινία «Δυόσμος» του Αλέξανδρου Γεώργιου Σωτηρόπουλου, που δεν έχει τα εχέγγυα να διαγωνιστεί ούτε στο Σπουδαστικό. Αυτά… για να μην πούμε κι άλλα, που έλεγε ο αξέχαστος Βασίλης Ραφαηλίδης.
Ανδρέας Άννινος